Ο παππούς ο Βασίλης, ο Τράκας, ήταν ένα γεροντάκι κοντό,
σκυφτό, με ρυτίδες σ’ όλο το πρόσωπο, με μακριά άσπρα κατσαρά μαλλιά. Μάτια
μικρά σα χάντρες σκεπασμένα απ’ τα δασιά φρύδια του. Χέρια ροζιασμένα. Αμίλητος
και μόνος. Σε μας τα παιδιά ενέπνεε φόβο. Αν τύχαινε και τον συναντούσα μόνος
κρύος ιδρώτας μ’ έκοβε. Στη γειτονιά περιφέρονταν μια φήμη ότι είχε βρει έναν
τενεκέ με αγγλικές λίρες, κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου. Αυτή η φήμη έκανε
ευέξαπτη και τη δική μας τη φαντασία.
Κείνο το Πάσχα όμως αλλάξαν πολλά. Οι πασχαλιές και τα κρίνα ευωδίαζαν παντού κι όλως παραδόξως αυτό το άρωμα δένονταν με τους ασβεστωμένους τοίχους των χαμόσπιτων. Στα γυμνά κλαδιά της γερασμένης μουριάς άρχισαν δισταχτικά να ξεπετάγονται δω και κει οι χλωρασιές, όπως οι πρώτες τρίχες στο εφηβικό πηγούνι. Το παχύ γαλάζιο τ’ ουρανού σπαθίζεται απ’ το χαρούμενο πέταγμα των σπουργιτιών κι οι δροσοσταλίδες νωρίς τώρα το πρωί ξεπεζεύουν απ’ τα χορταράκια. Οι άνθρωποι, παρά τα καταναλωτικά τρεξίματα των γιορτινών υπερβολών, ζούσαν τις διακυμάνσεις των ημερών. Από την κάθοδο στον Άδη ετοιμάζονταν να περάσουν στην Ανάσταση, από την «ζωή εν τάφω» να περάσουν στο «θανάτω θάνατον πατήσας», από το δάκρυ του ακάνθινου στεφάνου στο χαμόγελο της νίκης της ζωής. Τα παιδιά ζουν πιο έντονα τούτες τις μεγάλες γιορτές μιας και ατέλειωτο γιορτάσι είναι η ψυχή τους.
Κείνο το Πάσχα όμως αλλάξαν πολλά. Οι πασχαλιές και τα κρίνα ευωδίαζαν παντού κι όλως παραδόξως αυτό το άρωμα δένονταν με τους ασβεστωμένους τοίχους των χαμόσπιτων. Στα γυμνά κλαδιά της γερασμένης μουριάς άρχισαν δισταχτικά να ξεπετάγονται δω και κει οι χλωρασιές, όπως οι πρώτες τρίχες στο εφηβικό πηγούνι. Το παχύ γαλάζιο τ’ ουρανού σπαθίζεται απ’ το χαρούμενο πέταγμα των σπουργιτιών κι οι δροσοσταλίδες νωρίς τώρα το πρωί ξεπεζεύουν απ’ τα χορταράκια. Οι άνθρωποι, παρά τα καταναλωτικά τρεξίματα των γιορτινών υπερβολών, ζούσαν τις διακυμάνσεις των ημερών. Από την κάθοδο στον Άδη ετοιμάζονταν να περάσουν στην Ανάσταση, από την «ζωή εν τάφω» να περάσουν στο «θανάτω θάνατον πατήσας», από το δάκρυ του ακάνθινου στεφάνου στο χαμόγελο της νίκης της ζωής. Τα παιδιά ζουν πιο έντονα τούτες τις μεγάλες γιορτές μιας και ατέλειωτο γιορτάσι είναι η ψυχή τους.
Κείνο το βράδυ ήθελα να πάω και εγώ στην Ανάσταση. Μέρες
σχεδίαζα τούτη την απόπειρα και μια χαρά κυρίευε το σώμα μου, σαν ένα γλυκό
σύγκρυο π’ άρχιζε απ’ τα πόδια κι έφτανε ως την κορφή του κεφαλιού. Μια
πρωτόγνωρη προσμονή να φορέσω τα καλά μου, να πάρω τη λαμπάδα, ν’ ακούσω την
υπερκόσμια ψαλμωδία του παπα - Κάλλιστου, μα πάνω απ’ όλα να χαρώ τον ήχο των
βαρελότων και των πιστολιών. Όλα αυτά σκεφτόμουν ώσπου αποφάσισα να
γνωστοποιήσω την απόφαση στη μάνα μου.
- Θα κοιμηθώ νωρίς και λίγη ώρα πριν την Ανάσταση θα ξυπνήσω
να 'ρθω μαζί σας.
Περίεργο τούτο το Μεγαλοσαββατιάτικο βράδυ. Μια παράξενη
ησυχία κυριαρχούσε παντού λες κι η φύση κράταγε την αναπνοή της. Παράξενη
ησυχία που προμηνούσε την επερχόμενη μεγάλη χαρά. Τούτο το βράδυ κοιμήθηκα πιο
νωρίς από κάθε άλλο και τούτος ο ύπνος δεν έμοιαζε με τους συνήθεις
ξέγνοιαστους. Ήμουν σε μια περίεργη κατάσταση, κάτι ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο
έχοντας το νου στην ώρα κείνη, που η μάνα μου θα με σκουντήσει να ετοιμαστώ.
Όμως, χωρίς να το καταλάβω, τα βλέφαρα έγιναν τόσο βαριά που εξουδετέρωσαν και
την τελευταία αντίστασή μου. Παραδόθηκα σ’ έναν ύπνο που με μετέφερε σ’ έναν
άλλο κόσμο, αφού δεν κατάλαβα τίποτα από την φασαρία της ετοιμασίας των γονιών
μου και την αναχώρησή τους με το χτύπημα της καμπάνας για την εκκλησία.
Κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια κι αλαφιασμένος πετάχτηκα.
Φωνάζω, δεν αποκρίνεται κανένας. Βάζω τα κλάματα. Δεν ξέρω τι φόρεσα και πως.
Βγαίνω έξω. Ψυχή στο δρόμο και σ’ ολόκληρη τη γειτονιά. Κλαίγοντας τρέχω μες το
σκοτάδι νοιώθοντας περίεργα συναισθήματα. Μόνος. Φοβόμουν το σκοτάδι. Ο κάθε
ήχος, η κάθε σκιά τρόμαζε το φυλλοκάρδι μου. Το όνειρο ανεκπλήρωτο. Η Ανάσταση
θα γίνει χωρίς εμένα. Έτρεξα προς την κολώνα της ΔΕΗ και την αγκάλιασα. Ήταν
μια κάποια παρηγοριά το μίζερο κιτρινωπό φως που έβγαζε μια μικρή λάμπα, από
τις λίγες που είχαν γλυτώσει απ’ τη μανία των πετροβολημάτων μας. Το κλάμα
πρέπει να είχε δυναμώσει. Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς απ’ το πιο κάτω σπίτι
ξεπρόβαλλε κι έρχονταν προς το μέρος μου η γιαγιά Βασίλαινα. Μια εύσωμη,
καλοκάγαθη γυναίκα μ’ ολοστρόγγυλο πρόσωπο σαν το γιομάτο φεγγάρι. Όσο με
πλησίαζε τόσο και δυνάμωνα εγώ το κλάμα. Σιγανή και καθησυχαστική ακούστηκε η
φωνή της:
- Μην κλαις, παιδί μου, μέρα που 'ναι.
Δεν απάντησα κι ούτε σταμάτησα να κλαίω. Κουβέντα δεν
έβγαινε απ’ το στόμα μου. Μ’ αγκάλιασε. Μια σταλιά άνθρωπος καθώς ήμουν χάθηκα
μες την αγκαλιά της. Σκούπισε με τα χοντρά δάχτυλά της τα δάκρυα απ’ τα μάτια
μου και μ’ έσυρε προς το σπίτι της. Δεν αντιστάθηκα. Ποτέ δεν είχα διαβεί το κατώφλι
του σπιτιού τους. Σα φόβητρο ο παππούς μας απόδιωχνε. Εδώ που τα λέμε είχαμε
και 'μεις τη φωλιά μας λερωμένη.
- Πού είν’ η μάνας; Με ρώτησε, αν και ήξερε.
- Η μάνα μ’ κι ο πατέρας μ’ πήγαν στην Ανάσταση. Ήθελα να
πάω κι 'γω αλλά δε με πήραν.
Μετά από τόσο κλάμα, φόβο και παράπονο, σε μια ώρα της
νύχτας που ποτέ δεν είχε βρει ανοιχτά τα μάτια μου, οι δυνάμεις μου μ’
εγκατέλειψαν. Παραδόθηκα .
- Ηρέμησε, οι γονείς σου θα έρθουν. Έλα να ξαπλώσεις δω στη
γωνίτσα, συμπονετική ακούστηκε πάλι η φωνή της γιαγιάς.
Το μικρό μονόχωρο σπιτάκι, μια μεγάλη κάμαρα όλη κι όλη.
Ξάπλωσα και με βρήκε το πρωί δίπλα στον παππού. Στην πρωινή θωριά του
προσπάθησα να κλείσω τα μάτια σα να μη θέλω να δω. Άρχισα να τρέμω. Δεν
μπορούσα να ξεφύγω. Δεν μπορούσα ν’ αλλάξω την πραγματικότητα, την πιο φρικτή
πραγματικότητα, και το πιο περίεργο δεν θυμόμουν πως βρέθηκα εκεί. Ήμουν
παραδομένος και υποταγμένος στον άνθρωπο που φοβόμουν περισσότερο απ’
οποιοδήποτε άλλον στον κόσμο.
"Χριστός Ανέστη", παιδί μου, είπε με τρεμάμενη
φωνή και έσυρε το χέρι του στο κεφάλι μου. Ένα χοντρό δάκρυ ξεπήδησε και
δρασκέλησε πάνω απ’ τις βαθιές ρυτίδες του. Το πρόσωπο του παππού καθώς το
καλοκοίταξα δεν έμοιαζε με το απόκοσμο πρόσωπο που γνώριζα. Μου φάνηκε
διαφορετικό, άλλο πρόσωπο. Όσες ρυτίδες είχε και τόσα χαμόγελα στα δικά μου
μάτια. Δίπλα στο προσκέφαλό μου είχε τοποθετήσει ένα κόκκινο αυγό και μια λίρα.
Θεώρησαν ότι η παρουσία μου το αναστάσιμο βράδυ στο φτωχικό τους ήταν μια
ευχάριστη, μια γιορτινή παρουσία για τις ταλαιπωρημένες ψυχές των δυο γερόντων.
Ο θεός δεν τους είχε χαρίσει παιδιά, παιδική φωνή δεν είχε ακουστεί στην
καμαρούλα τους. Κανένας δε θυμάται στη γειτονιά πώς ήρθαν και στέριωσαν εδώ.
Ξένοι ήρθαν και ξένοι μείναν. Δυο γέρικα σκαριά μ’ εμφανείς τις ουλές του
χρόνου και τις πληγές της κακοπέρασης. Οι μεγαλύτεροι τον φώναζαν γέρο Τράκα.
Τώρα σα μεγάλωσα αναρωτιέμαι μήπως ήταν απόγονος του περιώνυμου ληστή. Έτσι
εξηγούνται πολλά, αλλά τι σημασία έχει τώρα…
Ξάφνου προβάλλει η χαμογελαστή μορφή της μάνας μου. Όπως
έμαθα αργότερα η γριούλα ξάγρυπνη παραφύλαξε κείνο το βράδυ για να προφτάσει
τους γονείς κατά την επιστροφή τους από την εκκλησία και να τους γνωστοποιήσει
την αποκοτιά μου. Κι αυτοί γλίτωσαν απ’ την τρομάρα της απόδρασής μου κι η
γιαγιά κέρδισε τη φιλοξενία ενός μικρού παράξενου επισκέπτη. "Χριστός
Ανέστη". Φίλησα κι εγώ το χέρι τους και καθώς φεύγαμε η γιαγιά μου έδωσε
το αυγό και τη λίρα. Το αυγό το έβαλα στην τσέπη μου, τη λίρα σφιχτοκράταγα στο
χέρι μου.
Φεύγοντας τα πόδια μου ήταν πιο ξεθάρρευτα, πιο αλαφρύ το
σώμα, πιο χαρούμενοι οι χτύποι της καρδιά μου. Ανάσταση. Ο παππούς που έσκιαζε
την ψυχή μου και πάγωνε τα όνειρά μου τώρα θερμαίνει το νου μου. Ήταν ο δικός
μου παππούς που αποκτήθηκε τούτο το αναστάσιμο βράδυ κι άλλαξε την παιδική μου
ματιά. Τούτο το Πάσχα ήταν το Πάσχα της συμφιλίωσης. "Χριστός
Ανέστη"!
Δημοσίευση σχολίου