Στην ευρύτερη περιοχή της Στερεάς, και σε τόπους χαμηλής
έντασης παγετών, καλλιεργείται το κρεμμύδι μικρής φωτοπεριόδου. Υπάρχουν λευκές
και κόκκινες ποικιλίες, οι οποίες συλλέγονται στις αρχές Απριλίου και τον
Ιούνιο, αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Οι κυριότερες ζώνες καλλιέργειας πρώιμου
κρεμμυδιού εστιάζονται στο Μουρίκι, στη Θήβα, στον Ελαιώνα Βοιωτίας και στη
Λοκρίδα Φθιώτιδας.
Συνήθως τον Μάρτιο ξεκινά η έλλειψη κρεμμυδιού στην αγορά
και γι’ αυτό οι πρώτες συλλογές έχουν καλύτερη τιμή. Καλλιεργούνται περίπου
8.000 με 9.000 στρέμματα κάθε χρόνο, με ένα κόστος που ξεκινά από 600 και
φθάνει στα 800 ευρώ το στρέμμα, ανάλογα με τον σπόρο που θα χρησιμοποιήσει ο
παραγωγός.
Οι σπόροι είναι κυρίως εισαγωγής και μπορεί να φθάσουν και
τα 200 ευρώ το στρέμμα, ανάλογα με την πρωιμότητα της ποικιλίας ή του υβριδίου.
Ένα μεγάλο ποσοστό παραγωγών κάνει χρήση σπόρων από δική του σποροπαραγωγή,
λόγω του μεγάλου κόστους αγοράς πιστοποιημένων. Η εκμηχάνιση της καλλιέργειας
σήμερα δεν καλύπτει όλα τα στάδια, με αποτέλεσμα το συλλεκτικό κόστος να φθάνει
τα 3 λεπτά του ευρώ, με μέση απόδοση στους 4 έως 5 τόνους το στρέμμα παραγωγή.
Μεμονωμένοι αγρότες έχουν προσθέσει στον μηχανολογικό τους εξοπλισμό
συλλεκτικές μηχανές για να καλύψουν τις ανάγκες τους κατά τη διάρκεια της
συγκομιδής. Αν και η περιοχή προσφέρεται για τη συνέχιση της καλλιέργειας ακόμη
και την αξιοποίηση παλαιών ποικιλιών, δυστυχώς, όμως, μέχρι και σήμερα η
παραγωγή και η εμπορία γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως εδώ και δεκαετίες. Η
πρωιμότητα των περιοχών αυτών, σε συνδυασμό με την ταυτοποίηση και την
πιστοποίηση, θα έδιναν προστιθέμενη αξία στο παραγόμενο προϊόν και θα μπορούσε
να φτάσει στις «δύσκολες» αγορές της Δυτικής Ευρώπης.
Μία εικόνα της κατάστασης αυτής, για την μέχρι τώρα πορεία
του κρεμμυδιού και για τη νέα καλλιεργητική περίοδο, περιέγραψε στην «ΥΧ» ο
γεωπόνος της περιοχής, Χρήστος Κουρούνης: «Η σπορά του φθινοπωρινού κρεμμυδιού
ξεκινά τον Οκτώβριο και τον Απρίλη γίνεται η συλλογή. Στόχος μας είναι να
πετύχουμε την πρωιμότητα, διότι αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω του μικροκλίματος.
Η έλλειψη πραγματικών στοιχείων στην παραγωγή και ο αυτοσχεδιασμός των
παραγωγών σε θέματα διαχείρισης των καλλιεργειών, δυσχεραίνουν περισσότερο την
αποτελεσματικότητα της παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι
μυκητολογικές προσβολές του φυτού με μειωμένες παραγωγές κάθε χρόνο. Η αδυναμία
οργάνωσης των παραγωγών μέσα από συλλογικά σχήματα είναι ένα άλλο σημαντικό
ζήτημα και αφορά την εμπορία του προϊόντος. Ένας άλλος τομέας παραγωγής που
έχει μείνει πίσω είναι και αυτός της βιολογικής γεωργίας με την αξιοποίηση
ντόπιων ποικιλιών». Κλείνοντας, ο κ. Κουρούνης εστίασε σε ζητήματα συνεργασιών
με ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα: «Θα πρέπει να δούμε καλύτερα το μέλλον
του κρεμμυδιού της περιοχής μας μέσα από σύγχρονες μελέτες και βάσει αυτών των
δεδομένων να κάνουμε τα επόμενα βήματα».
Δημοσίευση σχολίου