Ο Απόστολος
Ρούφος ανήκε στον ευρύτερο κύκλο των 70 μαθητών και Αποστόλων του Κυρίου.
Την επωνυμία
«Εκλεκτός» την οφείλει στον Απόστολο Παύλο ο οποίος γράφει στην προς Ρωμαίους
επιστολή του: «ἀσπάσασθαι Ροῦφον τον ἐκλεκτόν ἐν Κυρίῳ καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί
ἐμοῦ» (Ρωμ. 16,13).
Μνεία στον
Απόστολο Ρούφο κάνει και ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος στο Ευαγγέλιό του
αναφέροντας το εξής: «καί ἀγγαρεύουσι παράγοντα τινα Σίμωνα Κυρηναῖον,
ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ, τόν πατέρα Ἀλεξάνδρου καί Ρούφου ἵνα ἄρη τόν σταυρόν
αὐτοῦ» (Μαρκ.15,21).
Ο Ρούφος ήταν
γιός του Σίμωνα του Κυρηναίου, ο οποίος σήκωσε τον Σταυρό του Κυρίου στην
φοβερή πορεία προς τον Γολγοθά. Αρχαία παράδοση μας πληροφορεί ότι ο Σίμων ο
Κυρηναίος και οι γιοί του Αλέξανδρος και Ρούφος πίστευσαν στον Κύριο και
αποτέλεσαν εκλεκτά μέλη της νεοσύστατης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Αργότερα ο Σίμων
εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Ρώμη. Φαίνεται ότι ο Ρούφος ήταν πολύ γνωστός
και αγαπητός στον Παύλο και στον Μάρκο αλλά και στους άλλους Αποστόλους, και η
θέση του ήταν σεβαστή σ’ όλους τους χριστιανούς.
Επίσης πολύ
γνωστή και αγαπητή φαίνεται να είναι και η μητέρα του Ρούφου στον Παύλο.
Με την προτροπή
του Αποστόλου Παύλου ο Ρούφος ξεκίνησε από τη Ρώμη με προορισμό την ξακουστή
πόλη των Θηβών για να σπείρει στις ψυχές των ανθρώπων την Αλήθεια του
Ευαγγελίου.
Η Θήβα βρισκόταν
την εποχή εκείνη κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και ζούσαν σ’ αυτή εκτός από
τους Έλληνες εθνικούς, Ρωμαίοι ειδωλολάτρες και Ιουδαίοι.
Ο Ρούφος κατέστη
πρώτος Επίσκοπος των Θηβών και ανέπτυξε θαυμαστή δραστηριότητα.
Γνώστης βαθύς του
Μωσαϊκού Νόμου, αυτόπτης μάρτυρας της διδασκαλίας, ακόλουθος και μαθητής του
Κυρίου ο Ρούφος, είχε νωπά ακόμη τα όσα θαυμαστά είχαν γίνει από τον Χριστό και
τα μετέδιδε με χάρη και πειστικότητα στους Θηβαίους.
Το κήρυγμα, όμως,
του Ρούφου ενόχλησε μερικούς φανατικούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες της Θήβας. Αφού
τον συνέλαβαν, άρχισαν να τον χτυπούν βάναυσα σ’ όλο του το σώμα και ιδιαίτερα
στο στόμα του.
Στη συνέχεια
θέλοντας να κορέσουν το απύθμενο μίσος τους εναντίον του Αγίου πήραν ξύλα και
μ’ αυτά τον χτυπούσαν στο κεφάλι ως που έπεσε στη γη αναίσθητος. Και τέλος με
τα μαχαίρια τους, τον κατέσφαξαν.
Έτσι η ψυχή του
Αγίου Ρούφου άφησε το φθαρτό και πολυβασανισμένο σώμα και πορεύθηκε στον Κύριο
και Δημιουργό Του για να πρεσβεύει αδιαλείπτως για όλους τους χριστιανούς και
ιδιαίτερα για τους Βοιωτούς των οποίων χρημάτισε πρώτος Επίσκοπος στην επί γης
ζωή Του.
«Ροῦφος τῶν Θηβῶν
κοσμήσας θρόνον πάλαι, Θεοῦ τῷ Θρόνῳ στεφηφορῶν παρέστης».
Στη συνέχεια
παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο «Στα Μονοπάτια της Αγάπης του Θεού» του
Αιδεσιμολογιωτάτου π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου και του δασκάλου κ. Αθ. Καραπέτσα.
«…Ήταν βέβαιο.
Είχαν φθάσει κοντά. Άκουγε καθαρά τι έλεγαν. Οι βαριές πατημασιές τους γέμιζαν
σκόνη το σκοτεινό της κατακόμβης διάδρομο. Είναι πολλοί και αποφασισμένοι,
σκέφτηκε ο Ρούφος. Οι φωνές τους ήταν παράθυρο ανοιχτό που έβλεπες τις άγριες
διαθέσεις τους. Κάθισε κάτω. Πριν από λίγο είχε τελειώσει τη Λειτουργία, μίλησε
στους λίγους τολμηρούς χριστιανούς της πόλης, για τη σταυρική αγάπη του
Χριστού. Ακόμα φορούσε τα άμφιά του. Δεν τα έβγαλε. Ας πεθάνει με αυτά. Κάθισε
κάτω, εκεί στο σκοτεινό διάδρομο της κατακόμβης, εκεί που κάθε μέρα συναντούσαν
το φως του Χριστού μέσα στη λατρεία και στο λόγο, κράτησε το κεφάλι και άφησε
το πλοίο της μνήμης με τον αέρα της προσευχής, να το ταξιδέψει σε όλη του τη
ζωή, μια ζωή που σε λίγο θα γινόταν αιωνιότητα.
Τα παιδικά του χρόνια στην
Ιερουσαλήμ. Τι όμορφα! Έτρεχε, έπαιζε ανέμελα με τον αδελφό του τον Αλέξανδρο. Πήγαιναν πολλές φορές στα χωράφια με τον πατέρα τους
του Σίμωνα. Ήθελαν, έλεγαν να τον βοηθήσουν, αλλά αυτοί περισσότερο έπαιζαν,
πείραζαν ο ένας τον άλλον. Μια φορά ο Αλέξανδρος τον έσπρωξε και έπεσε από το
γαϊδουράκι για να ανέβει εκείνος. Ήλθε η δικαιοσύνη του πατέρα. «Και οι δυο θα
ανεβείτε στο ζωντανό»- «Και πρώτος ποιος θα καθίσει;» – «Ο μεγαλύτερος για να
κρατιέται απ’ αυτόν ο μικρός».
Πολλές φορές όταν τα κοφίνι ήταν
άδεια, τα έβαζε μέσα, τα έδενε στο γαϊδουράκι και τα πήγαινε βόλτα, στα στενά
σοκάκια της Ιερουσαλήμ. Τι πόλη κι αυτή Θεέ μου! Λες και δεν την έκτισαν με
πέτρες αλλά με θόρυβο… Ούτε τα βράδια δεν ησύχαζε. Φωνές, φασαρίες, εξεγέρσεις,
κηρύγματα, χειροκροτήματα, κραυγές αποδοκιμασίας, προσευχές, όλα μαζί.
Τη δικαιοσύνη και την προσφορά του
πατέρα τη συμπλήρωνε η στοργή της μάνας. Βλέπεις, η μητρότητα, έτσι την έφτιαξε
ο Θεός, ανοίγει την καρδιά και θεωρείς παιδιά σου, όλα τα παιδιά του κόσμου. Αυτή
ήταν η καθημερινή τροφή στο σπιτικό μας, πέρα από το φαγητό, η δικαιοσύνη, η
ελεημοσύνη, η στοργή.
Ήρθε κι εκείνη η μέρα. Τι μέρα Θεέ
μου! Ήμασταν στην αυλή, παίζαμε. Τρέξαμε τρομαγμένοι στο σπίτι. Η μάνα, όπως
πάντα, άνοιξε την αγκαλιά της, μας κράτησε σφιχτά. Όχι, δεν ήταν μόνο η
συνηθισμένη στοργή. Ήταν και αγωνία και φόβος. Αυτά μαρτυρούσε η καρδιά της που
χτυπούσε γοργά. Ο Αλέξανδρος θυμάμαι τη ρώτησε:
Μάνα ήρθε το
τέλος του κόσμου;
Σώπα παιδί μου,
αυτά είναι του Θεού τα πράγματα.
Δίκιο είχε η
μητέρα, του Θεού τα πράγματα, του Θεού που σταυρωνόταν λίγο έξω από την πόλη,
του Θεού που έδωσε τα πάντα για τον άνθρωπο, του Θεού που εμείς τον κεράσαμε
θάνατο, ενώ Εκείνος τη ζωή του Χριστού.
Ποιος δεν φοβήθηκε την ημέρα
εκείνη. Ακόμα και οι πιο τολμηροί. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον ήλιο να
κρύβεται, σα να μη θέλει να μας βλέπει, τη γη να τρέμει σα να θέλει να μας
καταπιεί. Κάποιοι φώναζαν πως το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε και άλλοι, που
έτρεχαν σαν τρελοί, είπαν πως είδαν νεκρούς να βαδίζουν μέσα στην πόλη.
Η μάνα μας προσπαθούσε να δείξει,
έστω και να κρύψει το φόβο της. Είχε επιστρατεύσει όλη της την στοργή για να τα
καταφέρει. Μας κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας. Άργησε
κι αυτός. Λες να έπαθε κάτι μέσα στο χαμό; Άλλη αγωνία και αυτή. Πως
τιναχθήκαμε από την αγκαλιά της μάνας μας όταν ακούσαμε τα βήματα του πατέρα
στην αυλή! Σαν τις πέτρες που εκτοξεύονται από τις πολιορκητικές μηχανές έξω
από τα τείχη της πόλης. Έτρεξε και η μάνα.
Όλοι πέσαμε στην αγκαλιά του. Εκείνος έκλαιγε, έτρεμε, μας φιλούσε.
Τι έγινε πατέρα,
τον ρωτούσα, φοβήθηκες με όλα αυτά που έγιναν;
Σιωπή.
Πατέρα…
Η μητέρα μου
έκανε νόημα, βάζοντας το χέρι της στο στόμα μου να σωπάσω. Έβαλε τον πατέρα να
καθίσει, του έβρασε βότανα από το βουνό να πιεί. Εμείς πήγαμε για ύπνο, αλλά
πώς να κοιμηθούμε; Τα μάτια κλειστά μα τα αυτιά ορθάνοιχτα. Που και που άνοιγα
τα μάτια στα κλεφτά και κοίταζα τον Αλέξανδρο.
Τι έπαθες καρδιά
μου, γιατί δεν μιλάς;
Αυτό που έζησα,
καλή μου, είναι δυνατότερο απ’ όλα τα σημάδια που έπεσαν στην πόλη. Η ψυχή μου
δεν σκοτίστηκε αλλά φωτίστηκε. Ένας εσωτερικός σεισμός γκρέμισε ότι τη σκότιζε.
Τα καταπετάσματα του εγωισμού μου σχίστηκαν. Ελευθερώθηκα. Κάτι αναστήθηκε μέσα
μου…
Τα μάτια του
έτρεχαν, τα χείλη του έτρεμαν. Εμείς δεν αναπνέαμε για να ακούσουμε τη
συνέχεια.
Σήμερα βοήθησα το
Θεό…
Τι είναι αυτά που
λες, τόσο πολύ τρόμαξες που έχασες τα λογικά σου…
Όχι. Σήμερα
βοήθησα το Θεό. Όχι το Θεό που ζητά θυσίες, που φοβίζει με την οργή του. Όχι,
όχι αυτόν. Τον αληθινό Θεό. Το Θεό της αγάπης και της ταπείνωσης. Αυτόν που δεν
θυσιάζει αλλά θυσιάζεται.
Κάθε τόσο τα
αναφιλητά έκοβαν το λόγο του.
Τον σταύρωσαν οι
Ρωμαίοι. Τους έβαλαν οι υποκριτές οι Φαρισαίοι. Βλέπεις δεν άντεξαν την αλήθεια
του. Τον χλεύαζαν κι Αυτός τους χαμογελούσε. Τον πονούσαν κι Αυτός τους
θεράπευε. Την ώρα που ερχόμουν από το χωράφι, έπεσα επάνω τους. Τον πήγαιναν
στο Γολγοθά, στο γυμνό αυτό λόφο που μοιάζει στις ψυχές τους. Δυο Ρωμαίοι
στρατιώτες με πρόσταξαν να Τον βοηθήσω να σηκώσει το σταυρό. Βαρύ, βλέπεις, το
ξύλο κι Αυτός εξουθενωμένος από τα βασανιστήρια. Στην αρχή δίστασα. Έπιασα το
ξύλο. Εκείνος με αγκάλιασε. Θεέ μου, πως ένιωσα! Δεν φοβόμουν τίποτα. Το αίμα
του έτρεχε επάνω μου, να κοίτα τα ρούχα μου! Κι εγώ ένιωθα πως με ξεπλένει αυτό
το αίμα από τη βρωμιά της αμαρτίας μου. Φθάσαμε στο Γολγοθά. Εκεί να δεις. Δεν ήθελα
να Τον αφήσω. Δεν ένιωθα στην ανηφοριά το βάρος του σταυρού. Όλα ήταν ελαφριά,
ζεστά όμορφα κοντά Του.
Πήρε πάλι μια
βαθειά ανάσα. Σκούπισε τα μάτια του
– Με κοίταζε με ευγνωμοσύνη. Χίλια
ευχαριστώ μου έλεγε το βλέμμα Του. Και εγώ ήθελα να είμαι μέσα στο βλέμμα Του.
Ένιωθα πως ήμουν στον Παράδεισο. Τον σταύρωσαν. Εκεί να εις αγάπη, μάτια μου.
Συγχωρούσε τους σταυρωτές του. Εκείνοι τον έγδυσαν με το φθόνο τους κι Εκείνος
τους έντυσε με την αγάπη του. Κάτω από το σταυρό ήταν η μητέρα του.
– Πώς, πώς ήταν,
φώναζε η μάνα μας, λες και κάτι κέντρισε βαθειά μες στην καρδιά της τη
μητρότητα.
– Δεν έχεις δει
πιο διάφανο, πιο καθαρό άνθρωπο. Δεν τολμάς να την κοιτάξεις στο πρόσωπο. Νομίζεις
ότι όλο το φως του κόσμου έχει κολλήσει επάνω της. Τι να σου λέω! Δεν βρίσκω
και τις κατάλληλες λέξεις…
Έμειναν εκεί όλο
το βράδυ. Μιλούσαν, έκλαιγαν, δοξολογούσαν. Έτσι μπήκε ο Χριστός στη ζωή μας.
Αυτός που έζησε το σταυρό γνώρισε
την Ανάσταση. Όταν συναντηθείς με την Ανάσταση η ζωή σου αλλάζει κατεύθυνση και
προορισμό. Ο πατέρας όχι μόνο έζησε, αλλά σήκωσε το Σταυρό του Κυρίου. Έτσι δεν
συναντήθηκε απλά με την Ανάσταση, αλλά έγινε ένα με αυτήν. Τι να πρωτοθυμηθώ
από την επαφή της οικογένειάς μας με τους αποστόλους, τους μαθητές του Χριστού
και την πρώτη Εκκλησία. Η κάθε ημέρα μας ήταν ένα θαύμα. Κάθε τι ήταν θαυμαστό.
Ξεπερνούσε τα όρια της λογικής. Βλέπαμε τους Αποστόλους να θεραπεύουν ασθενείς,
να ανασταίνουν νεκρούς, να μιλούν στη γλώσσα του καθενός. Και οι ψυχές. Τι να
πω, έτρεχαν να βαπτισθούν, να πάρουν χάρη, να γευτούν την Ανάσταση. Πώς να
ξεχάσω τον Παύλο, στο μαρτύριο του Στεφάνου; Τι άγγελος κι αυτός, ο
αρχιδιάκονος της Εκκλησίας μας! Γονατιστός. Και κάθε πέτρα που έπεφτε πάνω του
γινόταν αιτία προσευχής. Θυμάμαι τον Παύλο που βοηθούσε τους δημίους του αγίου
αυτού παλικαριού. Και ξαφνικά ο φανατικός αυτός διώκτης, ένθερμος απόστολος! Ε,
αυτό δεν είναι Ανάσταση;
Μετά ήρθε ο διωγμός. Τρομοκρατία. Πρέπει
λέει να αρνηθείς. Τι να αρνηθείς, το Χριστό; Την ίδια σου τη ζωή; Να αρνηθείς
τη σταυρική αγάπη, τη θριαμβευτική Ανάσταση, τις ιάσεις των ασθενών, τις
αναστάσεις των νεκρών, την επιστροφή στην πίστη των απίστων και την αρετή των
αμαρτωλών. Τι να αρνηθείς, πώς να αρνηθείς. Όλη η οικογένεια συμφωνήσαμε. Δεν
μπορούμε να πετάξουμε αυτά που είδαμε, που ακούσαμε, που αγγίξαμε. Δεν γίνεται
να αφήσουμε το δρόμο της αγάπης του σταυρωμένου Θεού και να ακολουθήσουμε τον
παράδρομο του φθόνου των ανθρώπων. Έτσι φύγαμε. Δύσκολη στιγμή. Να τα αφήσεις
όλα. Τα αφήσαμε όλα για Εκείνον που άφησε τον ουρανό και ήρθε στη γη. Δύσκολη
αλλά γλυκειά στιγμή. Όσο αδειάζαμε το σπίτι, τόσο γέμιζε η καρδιά μας. Άλλωστε
όταν έχεις Χριστό, αγάπη, ειρήνη, ανάπαυση, ελπίδα, όπου κι αν πας, πατρίδα
είναι. Έτσι αφού αποχαιρετίσαμε τόπους και πρόσωπα αγαπημένα ξεκινήσαμε για τη
Ρώμη.
Οι φωνές που πλησίαζαν τον
ανάγκασαν να γυρίσει στο παρόν. Έφθασαν σε απόσταση αναπνοής. Τους άκουγε.
Γνώριζε και ποιοι είναι. Φανατικοί Εβραίοι, βλέπεις η Θήβα έχει μεγάλη
κοινότητα και ειδωλολάτρες. Οι πρώτοι επηρεάζουν τους δεύτερους. Μήπως έτσι δεν
έγινε στην Ιερουσαλήμ με Εβραίους και Ρωμαίους στην περίπτωση του Κυρίου; Αυτοί
οι επηρεασμοί γίνονται μεγάλοι πειρασμοί για τους ανίσχυρους χριστιανούς. Τον
είχαν βάλει στο στόχαστρο τον επίσκοπο Ρούφο. Επηρέαζε πολλούς. Ο λόγος του , ο
τρόπος της ενάρετης ζωής του τραβούσε τις ψυχές όπως ο μαγνήτης το σίδερο. Οι
άνθρωποι ακόμα και οι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες, τον θαύμαζαν, τον
αγαπούσαν. Όσο για τους χριστιανούς ήταν
ο πατέρας τους, το καταφύγιό τους, η παρηγοριά τους. Έπρεπε να φύγει απ’ τη
μέση. Είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος. Άκου επικίνδυνος; Επειδή αγαπά, θυσιάζεται, προσφέρει,
οικοδομεί, σώζει, παρηγορεί… Επικίνδυνος; Είναι επικίνδυνος επειδή τον αγαπά ο
λαός. Εκείνος καθιστός, με τα άμφιά του μέσα στην κατακόμβη και εκείνοι ακριβώς
απ’ έξω προσπαθούσαν να μυρίσουν σαν τα αιμοβόρα αρπαχτικά το θήραμα τους. Σταμάτησαν.
Μάλλον πάλι έχασαν τον προσανατολισμό τους. Απομακρύνθηκαν. Εκείνος άφησε να
βγει μαζί με την αναπνοή του να βγει από το βυθό της καρδιάς η κραυγή
Κύριε Ιησού
Χριστέ…
Αφέθηκε πάλι στο
ταξίδι της μνήμης. Μπήκε γρήγορα στο πλοίο της σα να βιαζότανε και έπλευσε στο
πέλαγος του παρελθόντος.
Η Ρώμη. Όταν την είδα την θαύμασα
τόσο όσο την είχα μισήσει. Ναι, την είχα μισήσει. Αυτό που λαμβάναμε από τη
Ρώμη κάθε τόσο ήταν η φορολογία, οι αδυσώπητοι νόμοι, οι αποφάσεις για
καταδίκες σε θάνατο, μέσα από τα διατάγματα του αυτοκράτορα. Τα διατάγματα που
έσταζαν αίμα. Πως λοιπόν να την αγαπήσω; Είναι όμως θαυμάσια πόλη. Φωτεινή
γεμάτη μνημεία, αγάλματα, στάδια, παλάτια. Ίσως αυτή η ωραιότητα ήθελε να
κρύψει τη σκληρότητα. Εκεί γνωριστήκαμε με μια μικρή παρέα χριστιανών. Όταν
άνοιγε ο καιρός βγαίναμε στους αγρούς τα βράδια. Εκεί προσευχόμασταν, διαβάζαμε
από την Παλαιά Διαθήκη, προφητείες και ψαλμούς, κοινωνούσαμε το Σώμα το
μαρτυρικό και το Αίμα του Κυρίου, σύμφωνα με την εντολή του. Τι βραδιές ήταν
αυτές! Εκεί μέσα στο σκοτάδι λες και έσταζε το φως μες στις ψυχές μας. Το
χειμώνα μαζευόμασταν κρυφά όταν τα λυχνάρια των άλλων έσβηναν στην πόλη σε
σπίτια αδελφών. Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν κατεβαίναμε στις κατακόμβες. Εκεί
τις γνώρισα. Υπόγειες σκοτεινές στοές που έκρυβαν την αγάπη μας, τη λαχτάρα
μας, τον πόθο μας για το φως το αιώνιο, το Φως του Χριστού μας. Εκεί
ενταφιάζαμε και τους μάρτυρες, τους άριστους μιμητές του πρώτου μάρτυρα του
Κυρίου. Πάνω στους τάφους τους γινόταν η λειτουργία. Εκεί και τα τραπέζια της
αγάπης. Βλέπεις αν αγαπάς το Χριστό δεν υπάρχουν δικά σου και δικά μου, όλα
δικά μας είναι, όλα κοινά. Πώς να ξεχάσω τη χαρά όταν ερχόταν στη Ρώμη κάποιος
από τους Αποστόλους. Λες και περιμέναμε τον ίδιο το Χριστό. Ήταν ο ίδιος ο
Χριστός, αφού ο λόγος των Αποστόλων, ο χρόνος, η ζωή ήταν δοσμένα στο Χριστό. Εκείνο
που δεν θα ξεχάσω είναι η μέρα που ήρθε ένας αδελφός στο σπίτι μας. Χτύπησε
συνθηματικά την πόρτα. Άνοιξε η μητέρα. Την χαιρέτισε και κάτι της άφησε στο
χέρι. Ήταν ένα μήνυμα. Ήρθε λέει η Φοίβη, η διακόνισσα και μας έφερε επιστολή
του Αποστόλου Παύλου. Ο Παύλος ο διώκτης του Χριστού και των χριστιανών, που
τώρα διώκει την πλάνη και το ψέμα. Βιαζόμαστε να νυχτώσει. Τι νέα να μας
στέλνει άραγε; Τι να γίνεται με τις άλλες εκκλησίες; Τι θα μας πει ο
Χριστός αφού ο Παύλος είναι το στόμα
του. Επιτέλους νύχτωσε. Βλέπεις υπάρχουν μέρες που θέλεις να περάσουν και δεν
περνούν και μέρες που θέλεις να τις
κρατήσεις όσο γίνεται περισσότερο και φεύγουν σα το νερό μέσα απ’ τις παλάμες
σου. Τρέξαμε προσεκτικά στην κατακόμβη. Ανοίξαμε την καρδιά και περιμέναμε σαν
τα νεογνά πουλάκια την τροφή από τη μητέρα τους. Αυτός ο λόγος δεν ήταν
σταγόνα, ήταν βροχή ποτιστική για τις ψυχές μας. Μας έλεγε για το Χριστό, για
τη σωτηρία μας, για την πίστη, για την ελπίδα, για το νόμο που οδηγεί στη
συναίσθηση της αμαρτίας. Κάποια στιγμή ο λόγος του έγινε δοξολογικό ξέσπασμα
για την αγάπη του Θεού. «Κανείς», γράφει, «κανείς και τίποτα δεν μπορεί να
αποστερήσει τους πιστούς από την αγάπη του Χριστού. Ούτε ο θάνατος, ούτε η ζωή,
ούτε τα παρόντα, ούτε υα μέλλοντα ,ούτε τα ορατά, ούτε τα αόρατα. Μπορούν να
υπερνικήσουν τα πάντα με το Χριστό που αγάπησε τόσο πλούσια τον άνθρωπο». Μας
έγραφε να έχουμε ομόνοια με τους άλλους, σωφροσύνη, πραότητα, ανεξικακία. Δεν
θέλαμε να τελειώσει η επιστολή. Έστελνε και χαιρετίσματα σε πολλούς αδελφούς. «Χαιρετισμούς
στο Ρούφο, τον εκλεκτό, αυτόν τον χριστιανό και στη μητέρα του που στάθηκε και
δική μου μητέρα». Πετάχτηκα απ’ τη θέση μου, κρατήθηκα να μη φωνάξω. Έψαχνα
μέσα στο σκοτάδι και τη μητέρα. Ήταν πολύ συγκινημένη. Στο δρόμο της επιστροφής
για το σπίτι λέγαμε για την αγάπη του Παύλου. Δεν μας ξέχασε τελικά. Μα πώς να
μας ξεχάσει; Ο Παύλος δεν μας έχει απλά στο μυαλό του αλλά στην καρδιά του.
Είδες μητέρα τι
τιμή; Ο μεγάλος Απόστολος σε ονομάζει μητέρα του. Δεν ξέχασε πόσο στοργικά τον
περιποιήθηκες στην Ιερουσαλήμ. Πόσες
φορές το έκρυψες στο σπίτι μας με κίνδυνο της ζωής σου. Δεν ξέχασε τα καθαρά
ρούχα σου, ζεστά ρούχα όταν ερχόταν βρεγμένος και μέσα στη λάσπη. Θυμάμαι μαμά
που έβαζες νερό ζεστό για να ξεκουράσεις τα πληγωμένα πόδια του.
Σώπα παιδί μου,
τίποτα δεν έκανα. Μην ξεχνάς πως εγώ του ξεκούραζα τα πόδια ενώ εκείνος μας
άνοιγε το δρόμο για τον ουρανό. Του έπλενα τα ρούχα και του έφτιαχνα φαγητό,
ενώ εκείνος μας έπλενε τις ψυχές μας και μας τάιζε με το λόγο της αλήθειας.
Εκείνο το βράδυ πάλι δεν κοιμηθήκαμε. Μας
βρήκε το χάραμα να μιλάμε για τους λόγους τους πνευματικούς του Παύλου και να
μνημονεύουμε την αγάπη του. Όπως ξαφνιάστηκα όταν άκουσα το όνομα μας στην
επιστολή, το ίδιο έπαθα όταν μου έδωσε την εντολή να μεταβώ ως επίσκοπος σε μια
μικρή, μα σπουδαία σε ιστορία και πολιτισμό πόλη της Ελλάδας, στη Θήβα. Την
είχα ακούσει τη Θήβα. Συναγωνιζόταν στη φήμη την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η
φωνή του φυλακισμένου Παύλου ήταν εντολή του Χριστού για μένα. Έτσι άφησα τη
Ρώμη, τους αδελφούς, τις κατακόμβες, τους τάφους των μαρτύρων και έφυγα για την
Ελλάδα. Κάτι μου έλεγε πως δεν θα ξαναγυρίσω, αλλά δεν με ένοιαζε. Όπου κι αν
είμαι να είμαι με το Χριστό. Αυτός είναι η πατρίδα μου.
Από τη στιγμή που
είδα τη Θήβα , από μακριά, την έβαλα στην καρδιά μου. Έγινε ο τόπος μου. Οι
ρίζες του πολιτισμού της είναι τόσο βαθιές που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Πόσοι
φιλόσοφοι δεν την περπάτησαν, πόσοι μυθικοί ήρωες, θεοί, ημίθεοι,δεν την έκαναν
πατρίδα τους…. Πόσοι ποιητές και τραγωδοί δεν την ύμνησαν… πόσοι κατακτητές δεν την ζήλεψαν… Πόσες φορές δεν
αναστήθηκε από τα ερείπιά της… Σε τόπο ευλογημένο με έστειλε ο Χριστός. Ας
είναι δοξασμένο το όνομά του. Είμαι άνθρωπος χωρίς δυνατότητες, φτωχός σε
τάλαντα αλλά στη Θήβα μου, ότι έκανα το έκανα με την καρδιά μου, με όλη μου την
καρδιά. Σύντομα ο Κύριος μου έστειλε αδελφούς, συνεργάτες. Με περίμεναν στην
είσοδο της πόλης, λες και κάποιος τους ειδοποίησε. Μια χούφτα άνθρωποι αλλά με
τη δύναμη της αγάπης, την ισχύ της πίστεως, τη διάθεση της θυσίας. Μαζί παντού.
Στη λατρεία του αληθινού Θεού και στη διακονία των ανθρώπων. Έδιναν τα πάντα.
Εγώ δεν μπορούσα να τους προσφέρω τίποτα. Μόνο το Σώμα και το αίμα του Κυρίου
και τα λόγια των Αποστόλων. Και αυτά που έδινα, δικά μου δεν ήταν. Ευτυχώς
σήμερα έφυγαν νωρίς. Ίσως να μην τους ξαναδώ. Τους έχω στην καρδιά μου όλους. Όλους
και αυτούς που με κυνηγούν.
Πάλι φωνές και βήματα κοντά
ακούστηκαν. Άφησε το πλοίο της μνήμης και μπήκε στης προσευχής την άμαξα. Όλες
οι δυνάμεις της ψυχής έτρεχαν σα δυνατά άλογα. Κράτησε με τα δυο του χέρια
σφιχτά το ωμοφόριο. Η χάρη του Θεού τον άρπαξε. Τον ανέβασε ψηλά πάνω απ’ το
χρόνο. Από εκεί είδε τη Θήβα του. Είδε πολλές μεγαλόπρεπες εκκλησίες, γεμάτες
κόσμο, μοναστήρια πολλά με ψυχές καθαρές, ασκητήρια, φωλιές των ανθρώπων του
Θεού. Είδε ένα μεγάλο Απόστολο και ευαγγελιστή, με ποδιά ιατρική. Με το ένα
χέρι έγραφε, με το άλλο ζωγράφιζε και με το στόμα κήρυττε το λόγο του Χριστού. Ο
Λουκάς, του Παύλου ο αγαπημένος μαθητής και ακόλουθος. Είδε έναν ιεράρχη να
φορά το δικό του ωμοφόριο. Θεέ μου! Ο γίγαντας της ελεημοσύνης, ο Ιωάννης. Είδε
αγίους, φωτεινούς μοναχούς, να αγωνίζονται στης αρετής το στίβο. Κύριε, σ’
ευχαριστώ, για όλα σ’ ευχαριστώ, για το
παρελθόν, για το μέλλον… Ξεροκατάπιε, ένας κόμπος στεκόταν στο λαιμό του. Οι
φωνές πλησίασαν, τα χόρτα και οι πέτρες που έκρυβαν την είσοδο της κατακόμβης
υποχώρησαν. Μπήκαν μέσα. Τον πλησίασαν. Πολλά χέρια απλώθηκαν απειλητικά επάνω
του. Ένα μόνο πρόλαβε να πει: Και για το παρόν σ’ ευχαριστώ Κύριε, Ιησού μου,
σ’ ευχαριστώ.
Τον έσυραν έξω. Ήταν πολλοί. Κάποιοι
κρατούσαν δαδιά αναμμένα για να φωτίζουν το σκοτεινό έγκλημα. Αγύρτη τον
φώναζαν, λαοπλάνο, θαυματοποιό, μάγο. Εκείνος σιωπούσε. Ο πόνος δεν βρήκε χώρο
να εκφραστεί στο ιλαρό του πρόσωπο. Σαν σεντόνι ένα φως σκέπαζε το πονεμένο
σώμα. Τον χτυπούσαν με τα χέρια τον κλωτσούσαν. Το αίμα του πρώτου επισκόπου
της ιστορικής Θήβας είχε βρει αρκετές διεξόδους. Πότιζε το έδαφος της επισκοπής
του, της αγαπημένης του πόλης. Ένας δήμιος μέσα στο σκοτάδι παραπάτησε σε μια
πέτρα. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να χτυπά τον εκλεκτό του Παύλου, που
αλλού… στο στόμα! Αυτό ήθελαν να κλείσει, το στόμα το άγιο που μετέφερε το λόγο
του Χριστού και ελευθέρωνε τις ψυχές. Το στόμα που έσπερνε ειρήνη, χαρά,
ελπίδα. Τον μιμήθηκαν κι άλλοι τον δήμιο. Πολλές πέτρες χτύπησαν το στόμα
προσπαθώντας να κλείσουν την πηγή. Αλλά όχι μόνο αυτή δεν έκλεισαν, μα και
χωρίς να το θελήσουν οικοδόμησαν μια μαρτυρική εκκλησία. Είχε παγώσει όλο του
το κορμί. Οι πόνοι ήταν τόσο δυνατοί που δεν τους ένιωθε. Αλλά ξαφνικά μέσα στα
τόσα παγωμένα χέρια που τον χτυπούσαν, ένιωσε κι ένα ζεστό. Έστρεψε το βλέμμα
του στη ζεστασιά. Δεν έβλεπε, είχε θαμπώσει το φως των ματιών του. Όμως
ξεχώριζε μέσα στους δημίους, Εκείνον…
Κύριε, Ιησού μου…
Ναι, ήταν
Εκείνος! Ήρθε να μοιραστεί με το Ρούφο το σταυρό, όπως κάποτε ο Σίμωνας ο
Κυρηναίος το δικό του. Αυτόν το σταυρό ο Ρούφος τον σήκωσε σε όλη τη ζωή του. Τον
πότισε με το αίμα του. Έτσι άνθισε η Ανάσταση.
Το μαρτυρικό σώμα την άλλη μέρα το
ενταφίασαν οι χριστιανοί. Έτσι το αγκάλιασε η γη της Θήβας, όπως κι εκείνος την
αγκάλιασε για πάντα με τη θερμή ικεσία του, στον Εσταυρωμένο και Αναστημένο
Κύριο».
Ο ιερός Ναός
Αγίων Νικολάου και Ρούφου στην πόλη των Θηβών.
Δημοσίευση σχολίου