Ενα
οδοιπορικό σε γειτονιές όπου οι άνθρωποι έπαψαν να ζουν. «Νεκροί», που
διηγούνται τις ιστορίες τους! Η κ. Δήμητρα, ο κυρ Μιχάλης και ο κ. Σαϊπούλ. «Πήγα να
κάνω διακανονισμό και μου ζήτησαν να πληρώνω δόση 500 ευρώ τον μήνα γι’ αυτά
που οφείλω, συν το δίμηνο που θα τρέχει κανονικά. Πού να τα βρω τόσα λεφτά;
Ορίστε, μέχρι στιγμής σήμερα, 12 το μεσημέρι, έχω κάνει είσπραξη 21 ευρώ. Μέχρι
να κλείσω στις 5-6, μακάρι να κάνω άλλα 10» Δήμητρα
Τσολάκη, ιδιοκτήτρια καφενείου στη Μιχαήλ Βόδα.
«Δεν
υπάρχει ζωή πια εδώ. Τρεις πολυκατοικίες, δίπλα εδώ, είναι όλες σχεδόν άδειες.
Αν έμεναν τουλάχιστον έξι-επτά οικογένειες, κάτι θα αγόραζαν, κάποια ζωή θα
υπήρχε»
Μαζουμντέλ
Σαϊπούλ, από το Μπανγκλαντές.
Πήγα στον
Αγιο Παντελεήμονα στην Αχαρνών, να ιδώ εάν έχουν ηρεμήσει κάπως εκεί τα
πράγματα από το «ξήλωμα» ενός μεγάλου ηγετικού και οργανωτικού κομματιού της
Χρυσής Αυγής. Το 2010, όταν είχα κάνει εκεί το τελευταίο μου ρεπορτάζ, η
κατάσταση ήταν πάρα πολύ άγρια. Οι
χρυσαυγίτες τρομοκρατούσαν όσους δεν τους γέμιζαν το μάτι – κάτι σαν face
control, στο οποίο νομίζουν πως είναι και ατσίδες. Οι μετανάστες, νόμιμοι και
μη, φοβούνταν να κυκλοφορήσουν. Και οι Ελληνες είχαν κλειστεί στα διαμερίσματα,
βλέποντας τη μοίρα τους ν’ απλώνεται σαν βρόμικη μπουγάδα στις τηλεοπτικές
ταράτσες και τα πρωτοσέλιδα.
Τώρα όμως,
οι καθημερινές μου επισκέψεις στην περιοχή δεν μου φανέρωσαν απλώς κάποια ρούχα
άπλυτα, στιγματισμένα από φόβο, μίσος κι ανασφάλεια. Ούτε κι έχει τόση σημασία
πια που όντως οι νεοναζιστές του Μιχαλολιάκου μοιάζουν να έχουν μαζευτεί στο
μαύρο τους καβούκι. Μου
αποκάλυψε αυτό το ρεπορτάζ κάτι πολύ πιο οδυνηρό και τρομακτικό: ανθρώπους που
έχουν πεθάνει και που σου διηγούνται κιόλας τον θάνατό τους!
Η ζωή τούς
έχει αφαιρεθεί. Ολότελα και βίαια. Μ’ έναν τρόπο, μάλιστα, που δεν κάνει πια
καμιά διάκριση μεταξύ δικού και ξένου. Ολοι διαχειρίζονται απλώς την ανυπαρξία
τους…
Κάθε
έγγραφο που θα μπορούσε να πιστοποιήσει ότι είναι ακόμα ζωντανοί, είναι μη
εκδόσιμο! Η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στα κριτήρια που έχουν τεθεί για να
εξακολουθούν να υπάρχουν, τους έχει εκτοπίσει από κάθε έννοια κοινωνικής
ύπαρξης.
Ιστορίες
από πρώτο χέρι
Για να μη
μετατρέψω τον θυμό μου σε πολυλογία, θα σας μεταφέρω απλώς ιστορίες άκοπες.
Οπως μου τις είπαν, όπως τις κατέγραψα. Ιστορίες που δεν θα τις ακούσει ποτέ
από πρώτο χέρι κανένας γιάπης της τρόικας, κανένας δικός μας πολιτικός που δεν
έχει ποτέ τον χρόνο να πάει στα… περίχωρα της Αντιοχείας κατ’ ιδίαν και χωρίς
συνοδευτικές κάμερες, να δει τους ζωντανούς-νεκρούς μας και να ακούσει τον
ύστατο ρόγχο τους!
Σήμερα, δύο
ιστορίες παράλληλες. Η μία, της Δήμητρας Τσολάκη, 67, που ’χει καφενείο στη
Μιχαήλ Βόδα απ’ το 1987, απέναντι από το 35ο Νηπιαγωγείο Αθηνών, και δίπλα
κολλητά με το Γυμνάσιο της περιοχής – ένα ωραιότατο κτίριο που κάποτε στέγαζε
τη σχολή όπου κοπέλες κεντούσαν τα λευκά της βασίλισσας Φρειδερίκης.
Και η άλλη
ιστορία, του Μαζουμντέλ Σαϊπούλ, 50, από το Μπανγκλαντές, που ’χει ένα μίνι
μάρκετ στη Λιοσίων, τελεί χρέη ιμάμη, και τον είχα συναντήσει το 2010, όταν οι
χρυσαυγίτες είχαν σαπίσει και αυτόν και τον ανιψιό του στο ξύλο, και Αλβανοί
μετανάστες τον είχαν ληστέψει τέσσερις φορές.
Ακρωτηριασμός….
Είναι μέρες
τώρα που η κ. Δήμητρα έχει τον άνδρα της, 78, στην Κλινική «Αθηνά», στο πρώτο
στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας λόγω ζαχάρου. «Οταν τον πήγαν εκεί, δεν μπορούσα
καν να τον συνοδεύσω. Επρεπε να κρατήσω το μαγαζί. Τον επισκέπτομαι όταν κλείνω
το μαγαζί, αλλά μαραζώνω που είναι ουσιαστικά μόνος του…».
Ομως, και η
ίδια μόνη της είναι. Και έχει και αυτή σοβαρό πρόβλημα υγείας. Βγάζει το
παπούτσι και μου δείχνει το πόδι της. Πρησμένο, μελανιασμένο, και μια ανοιχτή
πληγή στο μεγάλο δάχτυλο. Είναι διαβητική, και δεν πάει στον γιατρό για δύο
λόγους. Πρώτον, φοβάται μην της πουν να κόψει το πόδι της – και δεν θ’ αντέξει
τότε άλλον ακρωτηριασμό. Και δεύτερον, δεν την καλύπτει πια για
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη το ΤΕΒΕ, διότι εδώ και 3 χρόνια αδυνατεί να πληρώσει
την εισφορά της και, όπως συμβαίνει και με χιλιάδες άλλους πολίτες, την έχουν
«μπλοκάρει» από κάθε κοινωνική παροχή.
«Επί 25
χρόνια τούς πλήρωνα κανονικά και πάντα στην ώρα μου. Τώρα τελευταία δεν μπορώ.
Εφτασα να χρωστάω 22.000 ευρώ με τα πρόστιμα. Πήγα να κάνω διακανονισμό και μου
ζήτησαν να πληρώνω δόση 500 ευρώ τον μήνα γι’ αυτά που οφείλω, συν το δίμηνο
που θα τρέχει κανονικά. Πού να τα βρω τόσα λεφτά; Ορίστε, μέχρι στιγμής σήμερα,
12 το μεσημέρι, έχω κάνει είσπραξη 21 ευρώ. Μέχρι να κλείσω στις 5-6, μακάρι να
κάνω άλλα 10. Ας έρθουν να μου πάρουν το μαγαζί, να ζήσω με τη μικρή σύνταξη
του άντρα μου. Ή και με τίποτα, αν την πάρουν κι αυτήν».
Ζωή δεν
υπάρχει πια…
Ο κ.
Σαϊπούλ έχει ανεπάρκεια καρδιάς. Ζει και εργάζεται νόμιμα στην Ελλάδα, από το
1986. Στο Μπανγκλαντές ήταν ιμάμης, χωρίς δουλειά. Εδώ, απέκτησε ένα μαγαζί (με
ενοίκιο) και αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα όπου στεγάζει τη γυναίκα του και 4
παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια.
Μέχρι που
ξέσπασε η κρίση, τα έβγαζε πέρα καλά. Πλήρωνε τη δόση του δανείου του, τις
οφειλές του στο ΤΕΒΕ, φρόντιζε την οικογένειά του και ήλπιζε ότι μια μέρα θα
πάνε όλοι μαζί «μια βόλτα στην Ακρόπολη, και να φάμε σε ένα ταβερνάκι στο
Θησείο».
Είκοσι επτά
χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο, δεν αξιώθηκε ούτε μία φορά ν’ ανέβει στον Παρθενώνα ή
να φάει σε ταβέρνα. Ανοίγει το μαγαζάκι του στις 6 κάθε πρωί και το κλείνει
αργά το βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα. Η αναπνοή του προδίδει την κούραση της
καρδιάς του. Το βλέμμα του δεν έχει δύναμη να ιδεί ούτε την επόμενη μέρα…
Εδώ και 3
χρόνια, δεν μπορεί να πληρώσει ούτε το στεγαστικό του δάνειο -«με κυνηγάει η
τράπεζα»- ούτε το ΤΕΒΕ – «με έχουν μπλοκάρει». Χρωστάει, όπως και η κ. Δήμητρα,
κοντά στα 20.000 ευρώ. Η δουλειά συρρικνώθηκε, πού να βγουν οι δόσεις; Με το
ζόρι πληρώνει το ενοίκιο του μαγαζιού και το λίγο φαγητό που τρώνε στο σπίτι.
Το ένα του
αγόρι βοηθάει στο μαγαζί. Το άλλο είναι επιληπτικό και τα κορίτσια πολύ μικρά.
Η γυναίκα φροντίζει για όλα.
«Δεν
υπάρχει ζωή πια εδώ. Τρεις πολυκατοικίες, δίπλα εδώ, είναι όλες σχεδόν άδειες.
Αν έμεναν τουλάχιστον έξι-επτά οικογένειες, κάτι θα αγόραζαν, κάποια ζωή θα
υπήρχε».
Τις 3 ώρες
που ήμουν μαζί του στο μαγαζί, είναι ζήτημα αν μπήκαν 4 πελάτες – 3 γυναίκες,
που όλες αγόρασαν τσιγάρα, και ένας άντρας που πήρε μία τηλεκάρτα και δύο
σκελίδες σκόρδο.
«Ακόμα και
οι ξένοι έφυγαν από την περιοχή. Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι και Πολωνοί πήγαν
στην πατρίδα τους. Ακόμα και συμπατριώτες μου επέστρεψαν στο Μπανγκλαντές».
Γιατί δεν
φεύγει κι εκείνος, έτσι μαρτύριο που ’χει γίνει η ζωή του εδώ;
«Δεν έχω
τίποτα εκεί. Κανέναν συγγενή. Πολλή φτώχεια, δεν περιγράφεται. Η Ελλάδα δεν
έφτασε ακόμα σ’ αυτό το σημείο!», μου απαντά, και τα λόγια του μέρες τώρα δεν
μ’ αφήνουν…
Ο κυρ
Μιχάλης
Στο
καφενείο της κ. Δήμητρας, το βλέμμα μου δεν ξεκολλάει από τη γερμένη φιγούρα
ενός μαυροφορεμένου γέροντα με κάτασπρη γενειάδα, που σπάνια κοιτάει γύρω του
να ιδεί τι γίνεται. Απέναντι, στο νηπιαγωγείο, οι φωνές των μικρών παιδιών
είναι η μόνη μελωδία σε τούτο το ρέκβιεμ που σου σκίζει την ψυχή σε τούτες τις
γειτονιές της νέκρας.
«Πρόσεξες»,
με αφυπνίζει η κ. Δήμητρα, «ότι δεν υπάρχει ούτε μια κούνια στη μικρή αυλίτσα
του νηπιαγωγείου;».
Οχι! Ακούω
τα παιδιά, αλλά βλέπω αυτόν τον σκυφτό γέροντα, που ακόμα έχει κάτι λεβέντικο
απάνω του. Μου κάνει εντύπωση που δεν σηκώνει λίγο το πρόσωπο να δει από πού
έρχονται, τουλάχιστον, αυτές οι τραγουδιστές φωνές. «Δεν τις ακούει!», μου λέει
ξερά η καφετζού, που και αυτή, λίγα χρόνια πριν, είμαι σίγουρος πως θα ’ταν
κούκλα.
«Ο κυρ
Μιχάλης είναι από την Κρήτη. Ερχεται εδώ κάθε μέρα και πίνει τον καφέ του.
Κάποτε, όπως και άλλοι, έπινε και τη ρακή του όταν μεσημέριαζε, μαζί με καμιά
μελιτζάνα τουρσί και καμιά ρέγκα, αλλά κόπηκαν αυτές οι μικρές πολυτέλειες. Είναι
καιρός τώρα που έπεσαν και του σπάσαν’ τα ακουστικά και δεν έχει 1.600 ευρώ που
του ζητάνε για να τα αντικαταστήσει».
Κεράσια,
μαμά;
Εκείνη δεν
πάει να δει το πρησμένο και μελανιασμένο της πόδι. Ο κ. Σαϊπούλ δεν μπορεί να
επισκεφθεί γιατρό, ούτε φάρμακα να πάρει για την εξασθενημένη του καρδιά. Κι ο
κυρ Μιχάλης στερείται τη χαρά ν’ ακούει έστω τις φωνές των μικρών παιδιών σαν
πίνει τον πικρό του καφέ.
Αυτά είναι
τα θύματα της κρίσης, που δεν έζησαν ποτέ τους ζωή έκλυτη και υπερβολική.
«Δεν έλειψε
ποτέ τίποτα στα παιδιά μου», λέει η κ. Δήμητρα, που ’χει μία κόρη και έναν γιο,
ο οποίος τώρα βρήκε δουλειά ύστερα από 1,5 χρόνο στην ανεργία – είναι οδηγός
πούλμαν. «Ηρθε μια μέρα το καλοκαίρι σπίτι το πουλάκι μου, κι όταν άνοιξε το
ψυγείο βούρκωσε και με ρώτησε: Κεράσια, μαμά;».
Τρεις ώρες
στο καφενείο της, μέτρησα μαζί με τον κυρ Μιχάλη και μένα τρεις πελάτες. Ο
άλλος, τακτικός, ήταν ένας κύριος που η καφετζού μού τον συστήνει «του ΚΚΕ».
Ερχεται κάθε μέρα, πίνει μία μπίρα και φεύγει. Διαβάζει την «Εspresso» που
βρήκε πάνω στο τραπεζάκι και μονολογεί «άλλος κόσμος»!
Οι
περισσότεροι Ελληνες της γειτονιάς έφυγαν για τα χωριά τους ή το εξωτερικό.
Ελάχιστοι πήγαν σε άλλες γειτονιές της Αθήνας – αυτό συνέβη όταν ήρθε το μεγάλο
κύμα των μεταναστών. Πολλοί πέθαναν κιόλας…
Οσοι
έμειναν, ηλικιωμένοι κυρίως, κοντοστέκονται στην πόρτα του καφενείου και ρωτούν
την κ. Δήμητρα «πόσο έχει ο καφές σήμερα;». Περιμένουν ότι θα αυξηθεί η τιμή
του. Ελπίζουν πως ίσως φτηνύνει… «Ξένους δεν έχω, δυστυχώς. Προτιμούν τα δικά
τους καφενεία. Οι Αλβανοί με τους Αλβανούς, οι Πακιστανοί με τους Πακιστανούς».
Η Γιορτή
των Θυσιών
«Εγώ
κάθομαι εδώ με την αγάπη των Ελλήνων», μου λέει ο κ. Σαϊπούλ. Τον σέβονται και
τον συμβουλεύονται. Εχει μια ανεπιτήδευτη σοφία, και ο γλυκός του τρόπος
αναπαύει όσους είναι ταλαιπωρημένοι ή απογοητευμένοι. Ως ιμάμης είναι βεβαίως
πολύ θρήσκος, αλλά σε όσους Ελληνες προστρέχουν σε αυτόν για μια παρήγορη
κουβέντα, τους παροτρύνει «να προσεύχεστε και να κάνετε υπομονή».
Την ημέρα
που τον επισκέφτηκα, 15 Οκτωβρίου, οι μουσουλμάνοι γιόρταζαν το Κουρμπάν
Μπαϊράμι, που είναι γι’ αυτούς η Γιορτή των Θυσιών. Ο κ. Σαϊπούλ θα άφηνε το
μαγαζί στον μεγάλο του γιο και θα πήγαινε με άλλους 2 συμπατριώτες του στον
Ασπρόπυργο για να παραλάβουν και να σφάξουν οι ίδιοι ένα μοσχάρι 30 κιλών.
Ο κάθε ένας
θα έπαιρνε από 10 κιλά κρέας. Και θα το μοίραζε στα 3. Το ένα μέρος, 3,3 κιλά
περίπου, για το σπίτι, την οικογένεια. Το δεύτερο μέρος, για τον επισκέπτη
(όπως λένε), εννοώντας κάποιο φιλικό σπίτι, συγγενή κ.λπ. Και το τρίτο μέρος,
για τον φτωχό άνθρωπο που δεν μπορεί να κάνει αυτή τη θυσία στον Αλλάχ.
Με κάλεσε
σπίτι του, όπου ένιωσα συγκίνηση μεγάλη και τιμή ανείπωτη. Αλλά δεν θέλω να
γράψω γι’ αυτό. Είναι ο δικός του χώρος, οι δικοί του άνθρωποι, οι ιδιαίτερες
στιγμές τους.
Βλέπω ξανά
τα πρόσωπα ένα ένα. Το χαμηλωμένο του κυρ Μιχάλη, με το χαλασμένο ακουστικό στο
αυτί. Το σκεπασμένο από ρουζ, μακιγιάζ και πίκρα της κ. Δήμητρας, με το πόδι το
πρησμένο. Το σβησμένο του κ. Σαϊπούλ, που λέει στις κοπέλες που αγοράζουν
τσιγάρα «κόψτε το, κορίτσια, κι ας μη βγάλω λεφτά». Κοιτάζω γύρω και βλέπω ότι
και τα υπόλοιπα πρόσωπα ίδια είναι. Ακούω τις ιστορίες τους και αισθάνομαι ότι
μου τις διηγούνται πλάσματα που δεν είναι πια ζωντανά!
Και
σκέφτομαι: Αυτή είναι, κάπου 4 χρόνια τώρα, η δική μας μαύρη «Γιορτή των
Θυσιών». «Εχουν ηρεμήσει τα πράγματα εδώ τον τελευταίο καιρό. Εχει περισσότερη
αστυνομία και δεν γίνονται τα επεισόδια που γίνονταν παλιά. Το μεγάλο μας
πρόβλημα είναι ένα μόνο: Η ζωή που χάθηκε από την πόλη. Οι άνθρωποι που έφυγαν.
Τα λεφτά που δεν υπάρχουν».
Δημοσίευση σχολίου