Του Γιάννη Τσαμουργκέλη
Το πακέτο των μέτρων που εξαγγέλθηκε μπορεί να χαρακτηρισθεί
εθνικά αναγκαίο, τεχνοκρατικά ελλιπές και κοινωνικά άδικο.
Εθνικά αναγκαίο είναι καθώς αποτελεί όρο για την συνέχεια
της χρηματοδότησης που θα διατηρήσει ζωντανό το κράτος και συνεπώς και την
οικονομία και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ουσιαστικά το πακέτο είναι η
συμφωνία ενεργοποίησης όλων των δυνατών παραγόντων που επιλέγει η κυβέρνηση για
να ισοσκελίσει κατά το δυνατό τα έσοδα με τα έξοδα του δημοσίου και να
περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το
γεγονός αυτό αναμένεται να προκαλέσει σταδιακά εκείνη τη δυναμική που θα
παράγει ικανά πλεονάσματα για να καλύψουν και την επαρκή λειτουργία του κράτους
όσο και την αποπληρωμή των σωρευμένων χρεών.
Τεχνοκρατικά ελλιπές καθώς η μείωση των κρατικών δαπανών
(μισθών συντάξεων, παροχών κλπ), επιφέρει μεσοπρόθεσμα τη μείωση της ζήτησης
και περαιτέρω την ύφεση που τελικά καταλήγει σε λιγότερα φορολογικά έσοδα.
Η αναστροφή αυτής της εξέλιξης είναι δυνατή
μακροπρόθεσμα μετά την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν την
αποτελεσματικότητα από τη λειτουργία του δημοσίου και θα επιφέρουν και τη
μείωση των τιμών μέσω επιβολής της ελεύθερης, απρόσκοπτης και ανοικτής
λειτουργίας των αγορών. Μεταρρυθμίσεις που επαφίενται στη δυνατότητα της
κυβέρνησης να τις εφαρμόσει.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, η αναστροφή αυτής της υφεσιακής δυναμικής απαιτεί
κάτι παραπάνω και ιδιαίτερα σημαντικό: τη μείωση του κόστους του χρήματος και
την αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία. Με άλλα λόγια τη δυνατότητα των
ελληνικών επιχειρήσεων να δανείζονται από τις τράπεζες όχι με 18% αν είναι μικρομεσαίες, ή 11% εάν είναι
μεγάλες όπως η ΔΕΗ (για παράδειγμα), καθώς αυτά τα επιτόκια είναι απαγορευτικά
για οποιαδήποτε επένδυση.
Σήμερα, το πρόβλημα μη επαρκούς κεφαλαιοποίησης των
ελληνικών τραπεζών όσο και η ίδια η αμυντική στρατηγική των ελληνικών τραπεζών
δημιουργούν σαφές πρόβλημα στην επίλυση αυτού του προβλήματος ρευστότητας. Επί αυτού χρειάζεται συμπλήρωση του
προγράμματος και ευρύτερα της οικονομικής πολιτικής στρατηγικής της κυβέρνησης
με διεύρυνση της διαπραγμάτευσης με την τρόικα αλλά και τις ελληνικές τράπεζες
για την λήψη μέτρων σε αυτή την
κατεύθυνση. Χωρίς την επίλυση του προβλήματος της κατάρρευσης της τραπεζικής
πίστης και την άρση των περιορισμών ρευστότητας οποιοδήποτε σταθεροποιητικό
πρόγραμμα είναι καταδικασμένο να καταλήγει σε δυναμική ύφεση που αναστρέφει τα
προσδοκώμενα οφέλη, οδηγεί σε μείωση των εσόδων και κινδυνεύει μέχρι και να
διευρύνει, παρά να περιορίζει, το δημοσιονομικό έλλειμμα. Με άλλα λόγια, με την
επισφάλεια της μη επαρκούς ρευστότητας, παραμένει πιθανός ο κίνδυνος να
προκύψει ανάγκη για νέο πακέτο μέτρων και νέα χρηματοδότηση της ελληνικής
οικονομίας με την ενεργοποίηση των σχετικών ρητρών.
Κοινωνικά άδικα καθώς για μία ακόμα φορά στράφηκαν κατά των
συνήθων πελατών της εφορίας και της κρατικής αδυναμίας να διευρύνουν το
«πελατολόγιο» με κοινωνικά στρώματα και τάξεις που συστηματικά διαφεύγουν.
Άραγε πόση ευφυΐα απαιτείται για να εντοπισθούν όλες εκείνες
οι επαγγελματικές ομάδες που επί τόσα χρόνια δηλώνουν ελάχιστα εισοδήματα που
υπό κανονικές συνθήκες θα τους είχαν οδηγήσει σε πτώχευση. Πόση γνώση
χρειάζεται για να αναζητήσουν εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που λειτούργησαν
τις βασικές δομές της παραοικονομίας όπως στις κατασκευές και τις επισκευές,
στο φάρμακό και την υγεία, στα καύσιμα και την ενέργεια, στη ναυτιλία, τα
τελωνεία και το εμπόριο ή στην παραπαιδεία. Πόση πληροφορική υποδομή ή
στελεχιακή επάρκεια απαιτείται για να επιβάλλει σε αυτές τις κατηγορίες υψηλούς
φορολογικούς συντελεστές ή έκτακτες εισφορές επί τεκμηρίων δραστηριότητας.
Πόση ικανότητα χρειάζεται για να
αναζητήσει κανείς το πόθεν έσχες όλων των ιδιοκτητών ακινήτων που υπερβαίνουν
σε αντικειμενική αξία κάποιο όριο (η ακόμα και σε εμπορική αξία σε συνεργασία
με τις τράπεζες που παρείχαν τα ανάλογα δάνεια), επιβάλλοντας στοχευμένο
φόρο.
Μεσούσης της κρίσης και ενόψει της κορύφωσης της η χώρα
είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δυνάμεις που διεκδικούν την υπέρβαση της με την
επάνοδο στο προηγούμενο καθεστώς λειτουργίας της οικονομίας και του πολιτικού
συστήματος - με τις απαραίτητες επεμβάσεις που θα αποτρέπουν αμετροέπειες και
εκτροχιασμούς των εκάστοτε πολιτικών και οικονομικών λειτουργών τους. Από την άλλη ελλοχεύουν οι δυνάμεις του
δραχμικού χάους που διεκδικούν την αναπαραγωγή των πελατειακών πολιτικών και
οικονομικών σχέσεων υπό τον όρο της δικής τους κυριαρχίας. Όμως υπάρχει εναλλακτική προοπτική. Έχει
έρθει η ώρα να μιλήσουμε για ένα νέο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, μια νέα
ισορροπία μεταξύ της κοινωνίας και των πολιτικών όσο και μεταξύ των αγορών και
των ειδικών συμφερόντων και των ολιγοπωλίων που νέμονται επί έτη (και
διεκδικούν να νέμονται και στο μέλλον) τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
* Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι Διδάκτωρ της
Οξφόρδης και Επίκουρος Καθηγητής της
Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου. Email:i.tsam@aegean.gr
Δημοσίευση σχολίου