Η στροφή των καταναλωτών προς φυσικά προϊόντα και το ράλι της τιμής των εμπορευμάτων έχουν στρέψει γνωστούς ομίλους στη χρήση της εναλλακτικής γλυκαντικής
Στέβια σε τσάι, αναψυκτικά, σε τρόφιμα ως υποκατάστατο της ζάχαρης, σε παγωτά, μαστίχες, καραμέλες, οδοντόπαστες, υγρά καθαριότητας, ακόμα και φαρμακευτικά προϊόντα. Ξαφνικά συντελείται μια μικρή επανάσταση κατά της ζάχαρης, με «παντιέρα» τη γλυκαντική αυτή ουσία από τα φύλλα ενός μικροσκοπικού θάμνου που έλκει την καταγωγή του από τη Λατινική Αμερική. Διατροφική πρόοδος ή ένα ακόμα «κόλπο» του παγκόσμιου μάρκετινγκ, προκειμένου να αξιοποιηθεί η στροφή όλο και περισσότερων καταναλωτών προς τα φυτικά προϊόντα;
Το μόνο βέβαιο είναι πως τα τελευταία χρόνια κολοσσοί, μεταξύ των οποίων η Coca-Cola, η Pepsico, η Unilever, η National Beverage Corp., η Eli Lilly, αλλά και ελληνικές εταιρείες όπως η ΕΨΑ έχουν υλοποιήσει σημαντικές επενδύσεις για να αντικαταστήσουν μέρος των ποσοτήτων ζάχαρης που χρησιμοποιούν με στέβια.
Πολυεθνικές έχουν ήδη κατοχυρώσει πάνω από 20 διαφορετικές χρήσεις της στέβιας και πήραν έγκριση για χρήση στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ενώ διεθνώς εντείνεται η συζήτηση τόσο σε φαρμακευτικό, εμπορικό, επιχειρηματικό και, φυσικά, αγροτικό, επίπεδο για τη χρήση της.Πού οφείλεται, όμως, η μεταστροφή αυτή; Όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς τροφίμων, οι λόγοι είναι δύο. Πρώτον, λόγω των φυσικών ιδιοτήτων της. Είναι ένα ισχυρό γλυκαντικό, 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, αλλά χωρίς καθόλου θερμίδες, και είναι ασφαλές για την ανθρώπινη υγεία, χωρίς ενδείξεις ανεπιθύμητης δράσης στον ανθρώπινο οργανισμό. Ήδη η στέβια προβάλλει ως ισχυρός ανταγωνιστής των τεχνητών γλυκαντικών ουσιών (όπως της ασπαρτάμης).
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την εκτόξευση της τιμής της ζάχαρης. Τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο ράλι των εμπορευμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία άνοδο της τιμής της ζάχαρης και, κατ΄ επέκταση, του κόστους παραγωγής εκατοντάδων χιλιάδων προϊόντων. Η ζάχαρη έφτασε να κοστίζει σχεδόν τρεις φορές περισσότερο από όσο το 2000 και, παρά την πρόσφατη διόρθωση της τιμής, συνεχίζει να κινείται σε υψηλά επίπεδα. Πίσω από το ράλι τιμών βρίσκονται η ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση για αγαθά από ανερχόμενες αγορές, όπως η Κίνα και η Ινδία, και γενικότερα από χώρες όπου η οικονομική ανάπτυξη ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο.
Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, καθώς παγκοσμίως η μεσαία τάξη εκτιμάται πως θα φτάσει τα 5 δισ. το 2030, από 1,8 δισ. που υπολογίζεται σήμερα, προβλέπεται πως η ζήτηση για εμπορεύματα θα συνεχίσει να ωθεί τις τιμές προς τα πάνω.
Ως αποτέλεσμα, η βιομηχανία τροφίμων κυρίως αναζήτησε φθηνότερες εναλλακτικές, με τη στέβια ήδη να χαρακτηρίζεται ως «η ζάχαρη του μέλλοντος». Πέραν της Λατινικής Αμερικής, χώρες με μεγάλη αγροτική παραγωγή και φθηνά αγροτικά χέρια, όπως η Ινδία και, κυρίως, η Κίνα, που αποτελεί τον μεγαλύτερο καλλιεργητή στέβιας στον κόσμο, έχουν αυξήσει εντυπωσιακά την παραγωγή τους τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με έρευνα της Zenith International, κατά το 2010 οι πωλήσεις της στέβιας διεθνώς ανήλθαν στους 3.500 μετρικούς τόνους, αυξήθηκαν δηλαδή 27% σε σχέση με το 2009, αντιπροσωπεύοντας συνολική αξία 285 εκατ. δολαρίων. Οι πιο πρόσφατες μελέτες αναφέρουν πως έως το 2014 προβλέπεται ότι η αγορά της στέβιας θα αγγίξει τα 825 εκατ. δολάρια.
Δημοσίευση σχολίου