Το ζήτημα της φυγής των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό ή της μετακίνησης στην ύπαιθρο το βλέπουμε και το ζούμε κάθε μέρα. Όλο και πιο συχνά, συγγενείς ή φίλοι παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψουν στο πατρικό τους, στην επαρχία.
Από την άλλη, όλοι γνωρίζουμε περιπτώσεις νέων ανθρώπων που σπουδάζουν και εργάζονται στο εξωτερικό ή, μέσα στο επόμενο διάστημα, ετοιμάζονται για το μεγάλο βήμα. Ενδεικτικό για το πραγματοποιούμενο μεγάλο κύμα φυγής είναι τα στοιχεία που καταδεικνύουν την αύξηση όσων συμπληρώνουν το ευρωπαϊκό βιογραφικό Europas, απαραίτητο για όσους επιθυμούν να δουλέψουν στο εξωτερικό.
Το πρώτο τρίμηνο του 2012, συμπληρώθηκαν 41.445 βιογραφικά, όταν όλο τον προηγούμενο χρόνο είχαν συμπληρωθεί 97.000. Το 2010 ήταν περίπου τα μισά, 53.000, το 2009 36.000, το 2008 γύρω στις 20.000 και το μακρινό 2007 μόλις 4.000. Βλέπουμε ότι, όσοι επιθυμούν να φύγουν για να εργαστούν στο εξωτερικό, από το 2008 και μετά, σχεδόν κάθε χρόνο διπλασιάζονται. Τα χρόνια μας έχουν αρχίσει να θυμίζουν κάτι από την Ελλάδα του ’60, όταν δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευαν κάθε χρόνο.
Φυσικά, τα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης που βιώνουμε τώρα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του ’60, αφού και η χώρα δεν είναι η ίδια. Πέρα από το μεγάλο κύμα φυγής που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, και δεν υπάρχει σαφής εικόνα ποια άτομα μεταναστεύουν, μέχρι πριν λίγο καιρό, η κύρια κατηγορία Ελλήνων που έφευγαν έξω ήταν νέοι επιστήμονες, οι οποίοι μετανάστευαν για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό και σημαντικό μέρος αυτών έμεναν και για να δουλέψουν εκεί. Είναι δηλαδή το φαινόμενο που ονομάζεται διαρροή επιστημονικού δυναμικού.
Η διαρροή του επιστημονικού δυναμικού δεν είναι φυσικά μόνο ελληνικό φαινόμενο, είναι ένας από τους σημαντικότερους αποικιοκρατικούς μηχανισμούς που έχουν οι αναπτυγμένες χώρες για να αφαιμάσσουν τις αναπτυσσόμενες. Σύμφωνα με υπολογισμούς, τρία εκατομμύρια επιστήμονες που κατάγονται από αναπτυσσόμενες χώρες εργάζονται (και διαθέτουν τις γνώσεις τους) στις 27 χώρες του ΟΟΣΑ.
Για κάθε έναν από αυτούς, η χώρα του έχει δαπανήσει γύρω στα 184.000 δολ. για να τους εκπαιδεύσει. αν αυτό πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό των επιστημόνων που μετανάστευσαν, μιλάμε για μια τεράστια μεταφορά πόρων από τον φτωχό Νότο στον πλούσιο Βορρά, κοντά στα 550 δισ. δολ.
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο, εμφανίζεται ήδη από την εποχή του Εμφυλίου (άλλωστε, και τη μετανάστευση διακόσιων νέων επιστημόνων και καλλιτεχνών με το Ματαρόα, διαρροή επιστημονικού δυναμικού θα το ονομάζαμε με τη σημερινή ορολογία). Οι λόγοι διαφέρουν σε κάθε περίοδο.
Τότε ήταν για να αποφύγουν τον Εμφύλιο, μετά, στη δεκαετία του ’50-’60, έφευγαν κάποιοι μηχανικοί γιατί η υποανάπτυκτη παραγωγικά Ελλάδα δεν μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει στους τομείς ειδίκευσής τους, στη διάρκεια της χούντας έφευγαν για πολιτικούς λόγους, αλλά από το ’90 είναι που το φαινόμενο γιγαντώνεται. Ο κύριος λόγος μετανάστευσης είναι ότι ο παραγωγικός τομέας της χώρας, από εκείνο το σημείο και έπειτα, αρχίζει να μετακινείται σε παραγωγικές δραστηριότητες εντάσεως εργασίας, δηλαδή εργασίες που απαιτούν πλήθος ανειδίκευτων εργατών ενώ αποσυντίθενται οι δραστηριότητες που απαιτούν ένταση κεφαλαίου/τεχνολογίας/γνώσης. Αυτή ήταν η απάντηση των ελληνικών ελίτ για να επιβιώσει για άλλα είκοσι χρόνια το από τότε κλυδωνιζόμενο, παρασιτικό μοντέλο της μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα χρειαζόταν φτηνούς, αναλώσιμους εργαζόμενους, που τους έβρισκε στους μετανάστες, και οι ειδικευμένοι επιστήμονες δεν απορροφούνταν, εκτός από λίγες περιπτώσεις, όπως π.χ. ο χρηματοπιστωτικός κλάδος που γιγαντώθηκε. Τα στοιχεία που είχαμε μέχρι πρόσφατα γι’ αυτούς τους επιστήμονες ήταν αποσπασματικά και καμιά σοβαρή δουλειά δεν είχε γίνει τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Πέρυσι μόλις ολοκληρώθηκε η πρώτη σοβαρή έρευνα του καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη, που μελετά το φαινόμενο διεξοδικά. Ο καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας εκτιμά ότι 110.000 έως 135.000 Έλληνες επιστήμονες εργάζονται στο εξωτερικό, αριθμός που αποτελεί το 10% του συνόλου των Ελλήνων επιστημόνων (πρόκειται για ένα τεράστιο ποσοστό, αν το συγκρίνουμε με το 2% διαρροή επιστημόνων που έχει η Ιταλία που το θεωρεί ήδη πολύ υψηλό και παίρνει μέτρα για να το περιορίσει). Οι μισοί σχεδόν εργάζονται σε κάποιο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο και ένα σημαντικό ποσοστό σε πολυεθνικές (12%).
Οι κυριότεροι λόγοι που βγαίνουν έξω είναι για να εργαστούν στο αντικείμενό τους, για καλύτερες αμοιβές και κάποιοι για περισσότερες γνώσεις. Ως προς τις αμοιβές τους, ένα σημαντικό ποσοστό (46%) παίρνει πάνω από 60.000 δολ. το χρόνο, ένα 22% κινείται μεταξύ 40.000 με 60.000 δολ. και άλλοι τόσοι στην κλίμακα 20.000-40.000 και ένα 6% κάτω από 20.000. Ένα σημαντικό στοιχείο που τους διαφοροποιεί από επιστήμονες προερχόμενους από αναπτυσσόμενες χώρες, και είναι μια απόδειξη ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιότυπη θέση, είναι ότι δεν στέλνουν εμβάσματα στις οικογένειές τους, αλλά αντιθέτως ένα ποσοστό, οι πιο χαμηλοεισοδηματούχοι, λαμβάνουν εμβάσματα. Η ηλικία της πλειονότητας, το 65%, κυμαίνεται μεταξύ 22-39 ετών και οι περισσότεροι παίρνουν την απόφαση να φύγουν μεταξύ 24-29 ετών (πίνακας 1), που σημαίνει ότι, για ένα διάστημα μετά τη λήψη του πτυχίου, κάνουν προσπάθειες να βρουν εργασία στην Ελλάδα, δεν το καταφέρνουν και φεύγουν στο εξωτερικό για συνέχιση των σπουδών ή/και εργασία.
Ως προς τις χώρες που κατευθύνονται, κυριαρχούν η Βρετανία (32%) και οι ΗΠΑ (28%), ενώ ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι επιλέγουν να ζουν και εργάζονται σε μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Το 40% ζει σε μια από τις 10 μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου (πρώτα το Λονδίνο, 17%, και μετά Νέα Υόρκη, Βοστόνη, Βρυξέλλες κ.α.), δηλαδή έχουν έντονα κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά.
Αν θέλαμε να τους κατηγοριοποιήσουμε σε δυο χοντρικές κατηγορίες, θα λέγαμε ότι χωρίζονται από τη μια σε μια επιστημονική ελίτ, που προέρχεται από οικογένειες με υψηλό μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, με πολλούς εξ αυτών να έχουν πάει σε ιδιωτικό σχολείο, που σε μεγάλο βαθμό (ή εξ ολοκλήρου) σπούδασαν έξω, λαμβάνουν τους πιο υψηλούς μισθούς και έχουν τη μικρότερη σύνδεση με την Ελλάδα, και μια δεύτερη κατηγορία, ένα «επιστημονικό προλεταριάτο», με σημαντικά μικρότερους μισθούς και εφόδια, που θα ήταν πιο δεκτικοί στο να επιστρέψουν ή να συνδεθούν κάπως με τη χώρα τους.
Η διέξοδος στην επαρχία και τί προοπτικές υπάρχουν
Από την άλλη αρχίζει να διαμορφώνεται ένα εξίσου ισχυρό ρεύμα για διέξοδο στην επαρχία. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε μια έρευνα της Κάπα Recearch για λογαριασμό του υπουργείου Γεωργίας, με στόχο να διερευνήσει τις προοπτικές εγκατάστασης στην ύπαιθρο πολιτών που ζουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 68,2 % όσων ζουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δηλώνει ότι έχει σκεφτεί να μετεγκατασταθεί στην επαρχία.
Η ηλικία της πλειοψηφίας (56%) όσων δήλωσαν ότι σκέφτονται να πάνε στην επαρχία είναι μεταξύ 25-39 ετών. Οι κυριότεροι λόγοι (απαντήσεις πολλαπλής επιλογής) που τους κάνουν να σκέφτονται τη διέξοδο της επαρχίας είναι για μια καλύτερη ποιότητα ζωής (88%,), το χαμηλότερο κόστος διαβίωσης (77%), οι πιο ανθρώπινες σχέσεις (68%) και η αξιοποίηση της οικογενειακής περιουσίας (26%). Το 61% απαντά ότι θα ήθελε να μετακινηθεί για πάντα. Από αυτούς που σκέφτονται τη διέξοδο της επαρχίας, το 1/3 δηλώνει ότι θέλει να ασχοληθεί με τον αγροτικό τομέα και τα 2/3 με άλλους τομείς. Από τους άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, στην κορυφή των επιλογών είναι ο τουρισμός (18%), οι νέες τεχνολογίες (14,2%), οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 10,6%, κ.ά. Από όσους δήλωσαν ότι θέλουν να απασχοληθούν στον αγροτικό τομέα, το 78% προτιμά τη γεωργία και το 15,5% την κτηνοτροφία.
Οι αγροτικές καλλιέργειες που τους ενδιαφέρουν περισσότερο είναι η ελιά και το λάδι, 47%, οι βιολογικές καλλιέργειες, 42,7%, τα κηπευτικά 37%, τα αρωματικά φυτά 32%, η αμπελουργία, 29,5% κ.λπ. Αυτοί που θα προτιμούσαν να στραφούν στην κτηνοτροφία ενδιαφέρονται, κυρίως, για σαλιγκαροτροφία 44,4%, μελισσοκομία 33,3%, πτηνοτροφία 31,1%, αιγοπροβατοτροφία 24,4%, χοιροτροφία 22,2% κ.ά.
Σημαντική είναι και η αλλαγή που παρατηρείται ως προς την εικόνα του αγροτικού τομέα, αφού το 63% των ερωτηθέντων βλέπει θετικά την προοπτική να γίνει το παιδί του αγρότης. Τέλος, το 71% πιστεύει ότι, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της χώρας, πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάταξη της αγροτικής οικονομίας.
Η διαφοροποίηση στη στάση του κόσμου απέναντι στον αγροτικό τομέα αποτυπώνει τις σημαντικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί σ’ αυτόν τον τομέα τα τελευταία τρία χρόνια. Ο αγροτικός τομέας είναι ο μοναδικός τομέας της οικονομίας που, από το 2008 και μετά, όχι μόνο δεν συρρικνώθηκε, όπως οι άλλοι οι τομείς, αλλά και αυξήθηκε.
Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του γεωργικού κλάδου, από 6,18 δισ., που υπολογιζόταν το 2008, αυξήθηκε αισθητά τόσο το 2009 σε 6,86 δισ., όσο και το 2010 σε 7,79 δισ., δηλαδή αύξηση 26% ή 1,6 δισ. μέσα σε δύο χρόνια, όταν άλλοι τομείς οικονομίας παρουσίασαν κατακόρυφη πτώση, π.χ. οι κατασκευές -18%, η μεταποίηση -11,8. Άλλωστε, ο αγροτικός κλάδος είναι ο μοναδικός στην ελληνική οικονομία όπου όχι μόνο δεν μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας, αλλά αυξήθηκαν κατά περίπου 60.000, από τα μέσα 2008 μέχρι τα τέλη 2011.
Η αύξηση αυτή είναι εντυπωσιακή, γιατί μέχρι και το 2007 ο αγροτικός πληθυσμός μειωνόταν σταθερά (μόνο στη δεκαετία 1998-2007 μειώθηκε κατά 30%) ενώ η εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, έδειχνε ότι έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στη γεωργία που εδώ και δεκαετίες σταθερά συρρικνωνόταν. Η οικονομική κρίση στην οποία εισήλθε η χώρα από το 2008 στρέφει ολοένα και περισσότερους Έλληνες στην επαρχία και τη γεωργία.
Η στροφή προς την επαρχία και τη γεωργία είναι η μόνη ελπιδοφόρα για τη χώρα εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, αφού και στον αγροτικό τομέα, μια σειρά λόγοι όπως η παραγωγική αποδιάρθρωση, η μείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσμού, η αλλαγή του διατροφικού μοντέλου με την αύξηση στην κατανάλωση κρέατος κ.λπ. λόγοι κατέστησαν τη χώρα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε τόσο μεγάλο βαθμό διατροφικά ελλειμματική. Το αγροτικό έλλειμμα, το 2007, ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ (πίνακας 2) εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα εξήγαγε αγροτικά προϊόντα αξίας 3,681 δισ. και εισήγαγε προϊόντα 6,7 δισ.
Τα επόμενα χρόνια, το έλλειμμα περιορίστηκε σημαντικά φτάνοντας το 1,8 δισ. ευρώ το 2010, απόρροια τόσο της μείωσης του όγκου των εισαγωγών, όσο και της αύξησης του όγκου των εξαγωγών (οι εισαγωγές μεταξύ 2007-10 αυξήθηκαν κατά 725 εκ.). Τα κυριότερα εισαγωγικά προϊόντα είναι διαχρονικά το κρέας (1,21 δισ. το 2008, 1,16 δισ. το 2010), τα γαλακτοκομικά (808 εκ. το 2008, 770 εκ. το 2010) και τα οπωροκηπευτικά (786 εκ το 2008, 672 το 2010). Σε έρευνα μάλιστα της ΠΑΣΕΓΕΣ για το ποσοστό αυτάρκειας της εγχώριας παραγωγής σε μία σειρά βασικών αγροτικών – διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής, για το έτος 2010, διαπιστώνεται διατροφικό έλλειμμα σε πλήθος βασικών τροφίμων, όπως το βόειο κρέας (αυτάρκεια μόλις 30,76%), το μαλακό σιτάρι (31,94%), τα φασόλια (34,79%), το χοιρινό κρέας (38,31%), τις φακές (41,32%), τη ζάχαρη (48,28%) κ.ά.
Με τη χώρα υπό το φάσμα της χρεοκοπίας και τον δείκτη ανεργίας για τους νέους ηλικίας 15-24 να ξεπερνά πια το 50% και αυτούς της ηλικίας 25- 34 να φτάνει το 28,7%, οι Έλληνες καλούνται να απαντήσουν σ’ ένα μεγάλο δίλημμα: να παραμείνουν στην πατρίδα τους και να επωμιστούν το βάρος, σε δέκα, είκοσι χρόνια, να την ξαναστήσουν στα πόδια της, ή να επιλέξουν να ξεφύγουν, μεταναστεύοντας. Για εκείνους που θα παραμείνουν, το ξαναζωντάνεμα της υπαίθρου και η στροφή σε αγροτικές παραγωγικές δραστηριότητες, σε πρώτη φάση, είναι οι απαραίτητες κινήσεις για να καλυφθούν οι βασικές διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, αλλά και να αντιμετωπιστεί η ανεργία των αστικών κέντρων.
Το αρνητικό είναι ότι, ενώ, εδώ και τρία χρόνια, η χώρα μέσω του μνημονίου οδηγείται στη χρεοκοπία, η Πολιτεία δεν έχει επεξεργαστεί κανένα σχέδιο προκειμένου, τη διέξοδο που επιχειρούν οι Έλληνες στην επαρχία ανοργάνωτα, να την οργανώσει και κάπως να τη διευκολύνει. Γι’ αυτό και καταγράφονται περιπτώσεις νέων παραγωγών που έστησαν μονάδες (π.χ. σαλιγκαροτροφίας), κατόρθωσαν να έχουν μεγάλη παραγωγή, αλλά επειδή δεν έχουν στηθεί ακόμα σοβαρά δίκτυα διανομής, η παραγωγή τους να πηγαίνει χαμένη.
Ή ένας μεγάλος αριθμός νέων καλλιεργητών να θέλγεται από καινούργιες καλλιέργειες, όπως των αρωματικών φυτών, αλλά να μη γνωρίζουν ότι αυτές τις καλλιέργειες δεν τις καλύπτει ο ΕΛΓΑ (Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων). Όπως και να έχει, στις δύσκολες εποχές που έρχονται, η επίτευξη της διατροφικής αυτάρκειας αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για να αντέξει η χώρα και οι Έλληνες τα όσα μας περιμένουν.
Τέλος, γι’ αυτούς που πήραν τον δρόμο της ξενιτειάς, μπορούμε να παραδειγματιστούμε από χώρες που αντιμετώπισαν στο παρελθόν το ίδιο πρόβλημα, ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση, και βρήκαν τρόπους να το ξεπεράσουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κίνας, όπου από το 1978 και μετά, μετανάστευσαν περίπου 380.000 φοιτητές και πανεπιστημιακοί. Από τη δεκαετία του ’80 ήδη, η Κίνα προσπάθησε να τους επαναπροσελκύσει προσφέροντάς τους κίνητρα και ειδική μεταχείριση, επικαλούμενη όμως και τον πατριωτισμό τους, αφού με σύνθημα «Η μητέρα Κίνα σε θέλει πίσω», προσπαθούσε να τους πείσει ότι θα αποτελέσουν τους καταλύτες της αλλαγής για τη νέα Κίνα. Και σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο πέτυχε και είναι ένας από τους λόγους της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου της Κίνας.
Πλέον, βασικός στόχος της δεν είναι η επιστροφή των επιστημόνων της, αλλά το πώς, αυτοί που παραμένουν έξω, να επανασυνδεθούν με την πατρίδα τους και να τη βοηθήσουν από εκεί («Υπηρέτησε την Κίνα από το εξωτερικό», είναι το νέο σύνθημα της Κίνας). Παρόμοια προγράμματα, με ανάλογη επιτυχία, εφαρμόζει και η Ινδία, αλλά και άλλες χώρες που μέχρι πριν λίγα χρόνια η Δύση αφαίμασσε. Η Ελλάδα δεν εφαρμόζει κανένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά στις παρούσες συνθήκες εναπόκειται στον πατριωτισμό των επιστημόνων να ανταποδώσουν κάτι από όσα τους πρόσφερε η χώρα.
Δημοσίευση σχολίου