Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ο γερο – Συνοικισμός
της Θήβας ακούμπησε στο πέτρινο πεζούλι το φορτίο των 95 χρόνων, που κουβαλούσε
στις κυρτές του πλάτες, πήρε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε με την ανάστροφη της
παλάμης τον ιδρώτα τού προσώπου του. Ίσιασε την τραγιάσκα και το μουστάκι του,
ξεχώρισε μ’ ένα φύσημα το τσιγαρόχαρτο και έστριψε τσιγάρο σέρτικο, από
διαλεχτό καπνό δικής του παραγωγής. Το άναψε με το τσακμάκι του και
σταυροπόδιασε.
Στο ασθενικό και γερασμένο σώμα του, στα αδύναμα πόδια του,
που τα ‘σερνε με δυσκολία, στα τρεμάμενα και ροζιασμένα χέρια του, στο σκαμμένο
και ρικνό πρόσωπό του, έβλεπε κανείς καθαρά τα γκρεμισμένα του σπιτάκια, τα
πεσμένα πορτοπαράθυρα, τις ετοιμόρροπες στέγες και τις χορταριασμένες αυλές.
Μια βαθιά μελαγχολία τον κατέκλυσε. Τρόμαξε κι ο ίδιος
θωρώντας στον καθρέφτη του εαυτού του τα αλλοιωμένα του χαρακτηριστικά. Μόνο τα
μάτια του, εκείνα τα γεμάτα θλίψη και νοσταλγία αλλά σπινθηροβόλα και φλογερά
μάτια, διατηρούσαν ακόμα κάτι από την τόλμη και το πάθος μιας δύσκολης αλλά
γλυκιάς νιότης. Τα ανασήκωσε λίγο, και ξαφνικά, άστραψε μπροστά τους, σαν σε
όραμα το Bαρναλικό
δίστιχο: «Τάχα η θέληση σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος.
Αχ, που’ σαι νιότη, που ‘δειχνες πως θα γινόσουν άλλος.»
Ένα πικρό χαμόγελο άχνισε στο πρόσωπό του. Τίναξε λίγο το
κεφάλι του και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα.
Στην ώρα πάνω πρόβαλε απ’ το χαμηλό πορτάκι ενός, όρθιου
ακόμα, σπιτιού του ένα αγγελοκόριτσο, το δισεγγόνι του, η μικρή Ελπίδα.
Κρατούσε σαν προσκύνημα στα χέρια της έναν δίσκο, μ’ ένα δαντελένιο σεμεδάκι
στη μέση. Τον κοίταξε και περπατούσε
αργά, σαν σε λιτανεία, για να μην φύγει το περιεχόμενό του, που ήταν ένας
καϊμακλίδικος καφές, νερό και ένα λουκούμι. Βλέποντάς την, ένιωσε να
ξαναγεννιέται και να μετενσαρκώνεται. Πήρε το δίσκο και τον ακούμπησε δίπλα του
στο πεζούλι. Τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο, χάιδεψε τα μαλλιά της και την κράτησε στα γόνατά του.
Η Ελπίδα του ζήτησε να της διηγηθεί, πάλι και πάλι την ίδια
ιστορία. Την ιστορία της ζωής του από τη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την
ενηλικίωση ως τα γεράματά του.
-Μπα σε καλό μου! Τι έχω πάθει σήμερα, αναρωτήθηκε, αίφνης,
εκείνος. Πριν αρχίσει τη διήγησή του, ένα καινούριο όραμα εμφανίσθηκε μπροστά
στα μάτια του. Η ταραχή του δεν πέρασε απαρατήρητη από τη μικρή. Μία αρχοντογυναίκα, με φανερά τα σημάδια ενός
χαμένου μεγαλείου, πρόβαλε απ’ το στενό σοκάκι. Ήταν η μάνα του, η Μικρά Ασία,
που βάδιζε ιεροτελεστικά, κρατώντας, όπως ο παπάς το ευαγγέλιο, ένα τετράδιο με
χονδρό εξώφυλλο, που έγραφε:
ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ
δια Προσφυγικάς οικογενείας.
Διάβαζε ονόματα και τόπους, ενώ η φωνή της αντηχούσε σ’ όλες
τις ρούγες, τα δρομάκια και τις αυλές του. Σμύρνη, Μελί, Αϊβαλί, Τσεσμέ,
Αϊδίνιο, Μάλκατζι, Παπαζλί, Κινίκι, Μουρσαλί, Σεβδίκιοϊ, Βουντζάς, Καισάρεια,
Καραγασλί, Αναμούρ, Σαμψούς, Βουρλά, Μάκρη, Αλάτσατα, Σαλιχλί, Άδανα, Φώκαια,
Κόλντερε, Κιρκιντζές, Σώκια, Οδεμήσιον, Πέργαμος, Ικόνιο, Νικομήδεια, Έφεσος,
Ραιδεστός, Αδραμήτιο, Μαγνησία.
Το νόημα του οράματος ήταν σαφές. Από ‘κει έπρεπε να
ξεκινήσει τη διήγηση του.
Απ’ αυτές τις πατρίδες, κι άλλες πολλές, ξεριζώθηκαν, κόρη
μου, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που ήλθαν
και κατοίκησαν αυτά τα φτωχικά σπιτάκια μου. Έτσι γεννήθηκα πριν από 95 χρόνια
εδώ στη Θήβα. Στην πόλη των μύθων και των θρύλων. Του Κάδμου, του Οιδίποδα και
της Αντιγόνης. Του Παντελή Πουλιόπουλου και της Χαρούλας!
Αυτήνοι, τζιβαέρι μου, πρώτα αναστήθηκαν και μετά
σταυρώθηκαν, ανάποδα απ’ τη σειρά του Θείου Δράματος. Όταν τον Μάιο του 1919, ο
ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε ως ελευθερωτής στην προκυμαία της Σμύρνης, οι
Μικρασιάτες τον υποδέχθηκαν με σημαίες, αναμμένες λαμπάδες, αναστάσιμες ευχές
και χαρμόσυνες καμπάνες. Ήταν μια ανάσταση που την περίμεναν αιώνες.
Για να έρθει η σταύρωση σε τρία μόλις χρόνια. Το μέτωπο
κατέρρευσε, η Σμύρνη πυρπολήθηκε, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο Μικρασιατικός
Ελληνισμός, δια πυρός και σιδήρου, εγκατέλειψε με τη βία τις πατρογονικές
εστίες.
Εδώ στην αγκαλιά μου, όπως τώρα εσύ, βρήκαν αποκούμπι οι
κατατρεγμένοι μιας προσχεδιασμένης μοίρας.
Σ’ αυτόν τον ιερό και προσκυνηματικό τόπο, Ελπιδούλα μου, πιόνια στη σκακιέρα των
Μεγάλων Δυνάμεων, που τον έπαιξαν στα
ζάρια.
Σ’ αυτές τις φτωχικές μου αυλές, οι απελπισμένοι οικοδόμησαν
και στέγασαν τις ελπίδες τους για μια νέα ζωή. Απ’ αυτά τα στενά δρομάκια μου
ξεκίνησαν για να χαράξουν νέους δρόμους,
νέες πορείες. Σ’ αυτά τα ταπεινά σπιτάκια μου ο σπαραγμός, ο πόνος, ο
καημός, η ανέχεια, η φτώχεια κι η δυστυχία μετουσιώθηκαν αργά, καρτερικά και
βασανιστικά σε νοσταλγία και δημιουργική μνήμη, σε αγώνα όχι μόνο για επιβίωση
αλλά και απογείωση. Εδώ κοντά μου βρήκαν γόνιμο έδαφος για να καρπίσουν, όχι
μόνο ως θύμησες, αλλά και ως δυνάμεις δημιουργίας, παραδόσεις, ήθη, έθιμα,
μνήμες και βιωμένες εμπειρίες χρόνων πολλών.
Γέμισε η ατμόσφαιρα, πουλάκι μου, ποτίστηκαν και τα κύτταρα
μου, από ιστορίες, διηγήσεις, μουσικές, μυρουδιές και γεύσεις από τις χαμένες
αλλά αλησμόνητες πατρίδες. Μοσχοβόλησαν οι γειτονιές από βασιλικό κι ασβέστη κι
οι φεγγαρόλουστες νύχτες μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά. Εδώ η ζωή και ο θάνατος. Το
πρώτο κλάμα του νιογέννητου και ο θρήνος του πεθαμένου.
Όλα χαραγμένα στις ρυτίδες μου, ζωγραφισμένα σ’ όλο μου το
κορμί. Σημάδια του χρόνου ανεξίτηλα. Πνοές ζωής και πληγές μαζί.
Περπατώντας και περιδιαβάζοντας αυτή την κιβωτό της μνήμης,
ανακαλύπτεις πόσο είναι ακόμα όμορφα αυτά τα σωζόμενα και λίγο ως πολύ
διατηρημένα προσφυγικά καταφύγιά μου. Μα και αυτά που είναι πληγωμένα μαζί με
τη θλίψη αποπνέουν μία παλαιική ομορφιά. Με πόση εγκαρτέρηση και λαχτάρα,
απαντοχή και αξιοπρέπεια καρτερούν ή να ξαναγεννηθούν ή να πεθάνουν για πάντα.
Βλέπεις τη μοναδική δομή τους και την ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική ; Δεν αξίζουν το σεβασμό όλων των ανθρώπων; Δεν είναι αυτονόητο
το δικαίωμα τους και υποχρέωση δική σας να τα διατηρήσετε για πάντα
ζωντανά; Να διασώσετε τη μνήμη;
Αχ, καρδούλα μου, « πάντες διατελούμεν αεί προσφεύγοντες», όπως έλεγαν οι Αρχαίοι
μας πρόγονοι. Όλοι δηλαδή διαρκώς βρισκόμαστε ή μπορεί να βρεθούμε στη θέση του
πρόσφυγα. Από πάντα και στις μέρες μας η προσφυγιά δε γνωρίζει χώρο και χρόνο,
χρώμα, καταγωγή, θρησκεία. Το μαρτυρά, άλλωστε, η ιστορία της ανθρωπότητας, μα
και τα πάθια του λαού μας στους αιώνες.
Στο μεταξύ η μικρή Ελπίδα είχε ήδη ξεγλιστρήσει απ’ την
αγκαλιά του, χωρίς να προλάβει να την αποχαιρετήσει. Προς στιγμήν, αναρωτήθηκε,
αν θα προλάβει να την ξαναδεί ποτέ. Παρηγορήθηκε με την ιδέα ότι «η ελπίδα
πεθαίνει πάντα τελευταία».
Τα μάτια του δεν τον κρατούσαν πια. Ήπιε μια τελευταία
γουλιά καφέ, ρούφηξε μια τζούρα απ’ τ’ απομεινάρι του τσιγάρου του, έγειρε στο
πεζούλι και αποκοιμήθηκε.

Δημοσίευση σχολίου