Το προσφυγικό ζήτημα από το 1922 ως το 1926 – Επιστήμονες,
λογοτέχνες, καλλιτέχνες και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών από τις
«χαμένες πατρίδες» που συνέβαλαν σημαντικά στην πολιτιστική πρόοδο της Ελλάδας.
Εκτός από όλα τα άλλα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η
Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο και ιδιαίτερα ακανθώδες πρόβλημα: το
προσφυγικό. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο,
κυρίως από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν στα αστικά
κέντρα και την ύπαιθρο της πατρίδας μας, που είχε πλέον τη σημερινή της έκταση
(εκτός βέβαια από τα Δωδεκάνησα).
Ανάμεσά τους, υπήρξαν αρκετοί πνευματικοί άνθρωποι που είχαν
σημαντική συμβολή στην πολιτιστική και επιστημονική πρόοδο της Ελλάδας κατά τον
περασμένο αιώνα. Ορισμένοι από αυτούς ήταν μικρά παιδιά, ακόμα και βρέφη όταν
ήρθαν στη χώρα μας και όλη ουσιαστικά η παιδεία που έλαβαν, προερχόταν από τα
ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια.
Βέβαια, πολλοί συνέχισαν κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές στο
εξωτερικό. Επέστρεψαν όμως στη χώρα μας, διδάσκοντας σε ελληνικά εκπαιδευτικά
ιδρύματα, μορφώνοντας πολλές γενιές Ελληνίδων και Ελλήνων.
Υπήρχαν άλλοι που ήταν λίγο μεγαλύτεροι. Ακόμα όμως κι αν
είχαν ξεκινήσει την ενασχόλησή τους με κάποιο κλάδο των επιστημών ή των τεχνών
σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που λέμε φτασμένοι, καταξιωμένοι.
Αυτοί που είχαν ήδη διαγράψει σημαντική πορεία σε κάποιον
τομέα ήταν λίγοι. Μερικοί προτίμησαν να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες, όπου
διέπρεψαν. Θα δούμε σήμερα ορισμένους από τους Έλληνες των «χαμένων πατρίδων»
που διέπρεψαν στις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες στη χώρα μας, μετά την
εγκατάστασή τους. Να τονίσουμε δύο πράγματα: Σίγουρα θα υπάρχουν κάποιοι που θα
παραλείψουμε. Μπορούν φυσικά οι αναγνώστες μας να αναφερθούν σ’ αυτούς. Όσο για
κάποιες συγκρίσεις που γίνονται από ορισμένους και στοχεύουν στο θυμικό των
Ελλήνων, των προσφύγων του 1922, που ήρθαν στη «μητέρα Ελλάδα» με τους
πρόσφυγες και μετανάστες, παράτυπους και μη που καταφθάνουν τα τελευταία χρόνια
στην πατρίδα μας είναι παντελώς άστοχες και υποβολιμαίες. Ας ξεκινήσουμε όμως
με το πώς αντιμετωπίστηκε το προσφυγικό ζήτημα από το ελληνικό κράτος.
Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα (1922-1926)
Από τον Αύγουστο του 1922 ως την υπογραφή της υποχρεωτικής
συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών (Ιανουάριος 1923) είχαν φτάσει στην
Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και την Α. Θράκη. Ως τον
Δεκέμβριο του 1924, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, άλλαξαν τόπο διαμονής
1.220.000 Έλληνες και 45.000 Αρμένιοι που ήρθαν στην Ελλάδα, 518.146
μουσουλμάνοι που πήγαν στην Τουρκία και 92.000 Βούλγαροι που εγκαταστάθηκαν στη
Βουλγαρία. Σ’ αυτούς δεν υπολογίζονται φυσικά όσοι εγκαταστάθηκαν σε ευρωπαϊκές
ή άλλες χώρες και στις Η.Π.Α.
Η περίθαλψη των προσφύγων αντιμετωπίστηκε αρχικά με πόρους
του ελληνικού κράτους, τις υπηρεσίες Ιδιωτικών οργανώσεων και τη βοήθεια του
Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, ως τον Ιούνιο του 1923. Ήταν τόσο μεγάλα και
σύνθετα τα προβλήματα όμως, που χρειάστηκε η παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών,
της ΚΤΕ, (πρόδρομου του Ο.Η.Ε.), για να εξασφαλιστεί εξωτερική πίστωση για τη
χρηματοδότηση του έργου της αποκατάστασης των προσφύγων. Μετά από επίπονες
διαπραγματεύσεις, το 1924 συνάφθηκε δάνειο με ονομαστικό κεφάλαιο 12.300.000 λιρών
Αγγλίας, τιμή εκδόσεως 88%, ονομαστικό τόκο 7% και πραγματικό 8,6%. Αν και οι
όροι δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για την Ελλάδα, οι ανάγκες των προσφύγων,
οδήγησαν στη σύναψη του δανείου.
Η διαχείριση του δανείου ανατέθηκε στην Επιτροπή
Αποκαταστάσεως Προσφύγων Ε.Α.Π., αυτόνομο οργανισμό που ιδρύθηκε με βάση το
πρωτόκολλο της 28ης Σεπτεμβρίου 1923 της Γενεύης. Τη διοίκηση της Ε.Α.Π.,
ανέλαβαν δύο ξένοι, διορισμένοι από την ΚΤΕ (ο ένας υποχρεωτικά θα ήταν
Αμερικανός) και δύο Έλληνες, διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση.
Πρώτος πρόεδρος της ΕΑΠ, ανέλαβε ο Αμερικανός Henry
Morgenthau ( μέλος του Συμβουλίου του Ιδρύματος Περιθάλψεως της Μέσης Ανατολής
και πρώην πρέσβης των Η.Π.Α. στη χώρα μας), στον οποίο αναφερθήκαμε και στο
χθεσινό μας άρθρο για τους Καραθεοδωρή- Αϊνστάιν και μέλη: ο εκπρόσωπος της
Τράπεζας της Αγγλίας John Cambell και οι Έλληνες Στέφανος Δέλτας και Περικλής
Αργυρόπουλος. Στην ΕΑΠ, το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε εκτάσεις 5.000.000
στρεμμάτων αξίας 13.000.000 λιρών περίπου, για να υλοποιήσει το έργο της
αποκατάστασης. Οι εκτάσεις αυτές προέρχονταν: α) από δημόσιες γαίες, β)
απαλλοτριώσεις και επιτάξεις ιδιωτικών γαιών με βάση και την αγροτική
μεταρρύθμιση και γ) ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων που εγκαταστάθηκαν στην
Τουρκία.
Από τους 1.220.000 πρόσφυγες, το 53% είχε αστική προέλευση
και το 47% αγροτική. 579.000 εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο και 653.000 σε αστικά
κέντρα. Στη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν 638.253 από τους οποίους οι 446.094 σε
αγροτικές περιοχές, στη δυτική Θράκη 107.607 (72.000 σε αγροτικές περιοχές),
στα νησιά του Αιγαίου 56.613, στην Κρήτη 33.900, στην Ήπειρο 8.179 και στην
«Παλαιά Ελλάδα» (τα γεωγραφικά διαμερίσματα που είχαν ελευθερωθεί πριν τους
Βαλκανικούς Πολέμους, δηλ. Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Πελοπόννησο κλπ.) 377.297,
από τους οποίους 343.721 σε αστικά κέντρα.
Για τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο, η
Κυβέρνηση και η ΕΑΠ, διένειμαν πάνω από 245.000 ζώα και πολλά γεωργικά
εργαλεία. Τα 2/3 από τα χρήματα της επιτροπής δαπανήθηκαν στη Μακεδονία που
αναζωογονήθηκε. Γράφει χαρακτηριστικά ο John Campell ότι δυσκολευόταν κάποιος
το 1930, να αναγνωρίσει τα έρημα μέρη του 1923: «…εκεί που προηγουμένως έβλεπες
τεράστιες ακαλλιέργητες εκτάσεις, υπάρχουν σήμερα χωριά που ανθούν, γεμάτα ζωή
και με φανερά τα σημάδια της ανέσεως και σε μερικές περιπτώσεις της ευμάρειας…
Τα αποτελέσματα αυτά οφείλονται κυρίως στο θάρρος, την ενεργητικότητα, την
εργατικότητα και δεκτικότητα σε νέες ιδέες που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία των
προσφύγων».
Ωστόσο, η εγκατάσταση των προσφύγων στα αστικά κέντρα
συνάντησε πολύ μεγάλες δυσχέρειες. Όταν η ΕΑΠ άρχισε να λειτουργεί, η Κυβέρνηση
είχε ήδη ξεκινήσει ένα σχέδιο εγκατάστασης των προσφύγων στα ακραία σημεία των
πόλεων.
Η εγκατάσταση των προσφύγων στις αστικές περιοχές, στοίχισε
στην Ε.Α.Π. το 1/5 απ’ ό,τι οι αγροτικές εγκαταστάσεις. Ως το τέλος του 1929, η
Επιτροπή είχε χτίσει περίπου 27.000 κατοικίες σε 125 νέους συνοικισμούς και το
Κράτος 25.000 κατοικίες, ενώ 30.000 προσφυγικές οικογένειες, ζούσαν σε άθλιες
τσίγκινες παράγκες.
Μεγαλύτερα βέβαια ήταν τα προβλήματα σε Αθήνα και
Θεσσαλονίκη. Η πρωτεύουσα, που το 1918 είχε 500.000 κατοίκους, βρέθηκε να έχει
το 1924 σχεδόν τους διπλάσιους. Στη συμπρωτεύουσα, το στεγαστικό πρόβλημα ήταν
οξύτερο, καθώς η πόλη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από την πυρκαγιά του 1917.
Με την άφιξή τους στην Ελλάδα, οι πρόσφυγες από τη Μικρασία
και την Ανατολική Θράκη, κατέλαβαν κοινόχρηστους χώρους, εκκλησίες, σχολεία,
αποθήκες και θέατρα και έβρισκαν εργασία κοντά στους χώρους όπου στεγάζονταν.
Βέβαια, δεν έλειπαν οι εντάσεις και τα επεισόδια με τους
κατοίκους των περιοχών όπου γινόταν η εγκατάσταση των προσφύγων. Χαρακτηριστικά
είναι όσα ειπώθηκαν στη συνεδρίαση της Βουλής στις 10 Νοεμβρίου 1924.
Σ’ αυτήν, έγινε λόγος για “τας ατυχείς και θλιβεροτάτας σκηνάς,
αίτινες έλαβον χώραν... εις διαφόρους προσφυγικούς συνοικισμούς” και συζήτηση
“επί των συρράξεων μεταξύ προσφύγων και εντοπίων”. Η συζήτηση συνεχίστηκε στις
12 Νοεμβρίου 1924. (Όλα τα στοιχεία αυτού του κεφαλαίου αυτού προέρχονται από
την “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ”, της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΕ).
Οι Έλληνες πρόσφυγες που ξεχώρισαν σε γράμματα και τέχνες
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια σε προσωπικότητες της επιστήμης
και των τεχνών που κατάγονταν από τις "χαμένες πατρίδες".
Ο Γεώργιος Ιωακείμογλου (1887-1979), γεννήθηκε στην Κούλα
Αϊδινίου και ήταν γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός (από το 1929).
Ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973), γεννήθηκε στο Αϊβάλί. Το
πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Ηλίας Μέλλος. Ήταν σπουδαίος λογοτέχνης και
ακαδημαϊκός (από το 1957).
Ο Γεώργιος Μέγας (1893-1976), γεννήθηκε στη Μεσημβρία της
Ανατολικής Θράκης. Ήταν λαογράφος, πανεπιστημιακός και από το 1970 μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Γεώργιος Μυλωνάς (1898-1988), γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ήταν
αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός (από το 1970).
Γιώργος Σεφέρης Ο Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος (1913-2016),
γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ήταν φιλόσοφος, πολιτικός στοχαστής, πανεπιστημιακός και
ακαδημαϊκός (από το 1984).
Ο Γεώργιος Τενεκίδης (1910-1990), γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ήταν
νομικός, διεθνολόγος, πανεπιστημιακός και από το 1986, μέλος της Ακαδημίας
Αθηνών.
Ο Νικόλαος Αρτεμιάδης (1917-2010), γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη. Ήταν διαπρεπής μαθηματικός και ακαδημαϊκός (από το 1986).
Το 1986, έγινε ακαδημαϊκός και ο σπουδαίος λογοτέχνης Τάσος
Αθανασιάδης (1913-2006), ο οποίος είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί της Μικράς Ασίας.
Ο Πέτρος Ιωάννης Πετρίδης (1892-1977), γεννήθηκε στη Νίγδη
της Καππαδοκίας. Ήταν συνθέτης, κριτικός και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (από το
1959).
Δημοσίευση σχολίου