Για να καταλάβεις πόσο τεράστιος μάγκας ήταν ο Σοϊτσίρο
Χόντα, έκατσε κι έφτιαξε ένα μηχανάκι ειδικά για να βολέψει τους ντελιβεράδες
του Τόκιο. Και μπορεί τα νουντλς να μην κέρδισαν ποτέ στην Ελλάδα τα πιτόγυρα
και τις πίτσες, αλλά το θρυλικό 50άρι παπί που σχεδίασε, μοίρασε... σκόνη σε
όλα τα άλλα δίτροχα. Το 50άρι παπί της Χόντα ήταν το καλύτερο μηχανάκι που
είχες ποτέ.
Κι ας ονειρευόσουν όταν το καβάλαγες πως ήσουν ο Έντι Λόσον σε
πίστα. Κι ας παραπονιόσουν πως δεν σου έφταναν τα «ταπεινά» 50 κυβικά του. Κι
ας γκρίνιαζες όλη την ώρα πως όλο το χαρτζιλίκι σου το έτρωγες πάνω του. Κι ας
έβλεπες στον ύπνο σου μακρινά όνειρα για την Γιαμάχα την Τζένεσις ή το Καβασάκι
το Νίντζα. Όταν άνοιγες τα μάτια σου, το παπάκι ήταν αληθινό και -κυριότερα-
ήταν δικό σου. Κατάδικό σου. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, σε ένα χρόνο
συμπληρώνονται 60 από τη μέρα που το πρώτο τέτοιο βγήκε στους δρόμους του
Τόκιο, ξεκινώντας ένα ταξίδι που το έφερε μέχρι την πυλωτή της πολυκατοικίας
σου, το γκαράζ ή την αυλή του σπιτιού στο χωριό σου.
Αν η συμμαθήτρια του παραπάνω παραδείγματος δεν σε πλάκωνε
στα χαστούκια στη μέση του δρόμου (για το… τάχα μου) είχες βάσιμες ελπίδες να
γίνει το κορίτσι σου. Έτσι αποκτούσες την πρώτη σου σχέση κι έμπαινες σε ένα
κόσμο γεμάτο μπαλαμούτι, πρησμένα χείλη και προσμονή για το πότε θα σταματήσετε
να χαμουρεύεστε όλη νύχτα και θα περάσετε στην επόμενη πίστα. Όποτε τελικά κι
αν γινόταν αυτό, όλα θα είχαν ξεκινήσει πάνω σ’ εκείνο το παπάκι. Στο οποίο δεν
έκατσε μόνο η πρώτη σου (άσχετα αν σου έκατσε κι εσένα τελικά ή όχι), αλλά και
ο κολλητός σου. Πολύ συχνά κιόλας μαζί με την δικιά σου τρικάβαλο. Στο
κάτω-κάτω της γραφής, ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόσουν για να κάτσει πίσω
από το γυναικάκι σου, χωρίς να φοβάσαι πως θα αρχίσει κι εκείνος τα… τάχα μου
όσο εσύ είχες το νου σου στο τιμόνι. Όχι βέβαια. Με τον κολλητό είχες μια σχέση
ζωής. Όπως και με το παπάκι σου.
Ήταν περισσότερο χόμπι, παρά όχημα
Επειδή ήταν σκυλί του πολέμου
ύκολο στην οδήγηση. Με φτηνά (σε σχέση με τα υπόλοιπα)
ανταλλακτικά. Με ντεπόζιτο που γέμιζε με ένα κατοστάρικο και σου ‘φτανε καμιά
βδομάδα. Κι αν γινόταν η στραβή κι έμενες από καύσιμο, υπήρχε λύση. Άνοιγες την
τάπα, εφάρμοζες το στόμα σου στο ντεπόζιτο και φύσαγες μέχρι να γίνουν
ολοκόκκινα τα μούτρα σου από την πίεση. Αυτές οι τελευταίες σταγόνες καυσίμου
που σπρώχνονταν στον κινητήρα, σου χάριζαν κάνα χιλιόμετρο. Κι αν έβρισκες και
κατηφόρα, ίσως έφτανες μέχρι το βενζινάδικο. Για να βάλεις 20-30 δραχμές, όσα
είχες στην τσέπη, χωρίς ο βενζινάς να διακωμωδήσει την οικονομική σου
κατάσταση. Αν έχανες ή ξέχναγες τα κλειδιά σου, επίσης κανένα πρόβλημα. Με τον
σουγιά που για μαγκιά κουβάλαγες (ή με κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο)
αφαιρούσες το φανάρι του. Ξεχώριζες τα καλώδια, τα τράβαγες και… Θαύμα! Δεν
είχες φώτα, αλλά με μια μανιβελιά το θεριό έπαιρνε μπροστά! Κόλπο που βέβαια
μπορούσε να χρησιμοποιήσει και κάνας πονηρός και να στο φάει. Γι’ αυτό έπρεπε
να ‘χεις το νου σου στο παπί σου. Να το αγαπάς και να το προσέχεις. Να το έχεις
όλο νίκελο αστραφτερό και να πουλάς μούρη κάθε φορά που προσπερνούσες κανένα
κακόμοιρο αδερφάκι του, που αντί για τα δικά σου χέρια έπεσε σε κάνα μπάρμπα
που το ξεφτίλιζε βάζοντάς του παρμπρίζ, ποδιά και… τελάρο πίσω για τα ψώνια.
Those were the days! Αυτό ήταν το παπί φίλε μου.
http://menshouse.gr
Δημοσίευση σχολίου