Ήταν ο πρώτος μου
διευθυντής σ εφημερίδα. Εκεί, στην Πανεπιστημίου. Τον ένιωθα τεράστιο, σ εκείνο
το γωνιακό γραφείο, που συνόρευε εξ
αριστερών, με του Σκούρα και του Απέργη και εκ δεξιών με του Κομίνη. Φαινόταν
πιο ήρεμος από τον Φιλιππόπουλο (που διαδέχθηκε), αλλά τα φαινόμενα απατούσαν. Τυφώνας
ήταν.
Κάπνιζε συνέχεια, κι όλο συζητούσε με τον Βότση, τον Τεγόπουλο, το
Δασκαλόπουλο, διαφωνούσε με τον Παπαταξιάρχη και τον Σιαμαντά, μιλούσε γλυκά με
τον Γερμανό, τον Ψαθά, τη Βασιλακάκη, τον Στάγκο, την Κωτσάκη, απαιτούσε
μπάτζετ γι αποστολές από τον Αυγουστινιάτο, γελούσε δυνατά, επιβράβευε τα
καλοδουλεμένα ρεπορτάζ.
Είχε τους
καλύτερους στην εφημερίδα, τον Γκιώνη, τον Μπρούσαλη, τον Θεοχαράτο, τον
Κυρ, τον Κουτουζη, τον Χαρδαβέλα, τον
Νέτα, τη Μαυροπούλου, τον Κρεμμυδά, τον
Μικελίδη, τον Καρατζαφέρη, τον Παναγόπουλο, τον Γιομπαζολιά, τον Διαμαντή.. Η
δικιά μου η φουρνιά, έμαθε από εκείνον τη δουλειά. Ο Μπακουνάκης, η Παγώνη, ο
Οικονομέας, η Νταιλιάνα, η Μαυρογένη, όλοι σ ένα γραφείο που δεν άδειαζε ποτέ,
γίναμε δημοσιογράφοι.
Ακόμη κι όταν
έφυγα απο εκεί, κάθε φορά που έγραφα ένα κομμάτι, σκεφτόμουν πώς θα του
φαινόταν του Σερ. Μέχρι σήμερα, όταν γράφω, έχω την αγωνία του.
Γελούσε δυνατά
και κάπνιζε. Η εφημερίδα ήταν η ζωή του, το αντιμόνιο κυλούσε στο αίμα του. Μανιακός
με τον καλό τίτλο, εθισμένος στα αποκλειστικά, μαέστρος στα πρωτοσέλιδα.
Μ έβαλε στο
μισθολόγιο της Ελευθεροτυπίας στα 18 μου, γιατί του έφερα αποκλειστική
συνέντευξη με τον Καντάφι. Ημουν μια βδομάδα στη Λιβύη και το πάλευα κι αυτός
έβαζε κάθε βράδυ τον Κώστα Χούντα και τον αγαπημένο Κώστα Σκούρα, να μου τηλεφωνούν, για να είναι σίγουρος ότι
είμαι καλά.
Ζητούσε συνέχεια
πολλά απ όλους μας και όλο μας έλεγε να πηγαίνουμε διαβασμένοι στα θέματά μας
και πάντα να διασταυρώνουμε την είδηση. Μας έλεγε να ταξιδεύουμε και να
βλέπουμε θέατρο, ν ακούμε καλή μουσική κι όταν κάποιος σταρ, δεν άντεχε την
αλήθεια του ρεπορτάζ ή της κριτικής μας, αυτός ήταν εκεί για να μας καλύπτει.
Σεραφείμ, σ ευχαριστώ για τον τσαμπουκά , με
τον οποίο μ έμαθες ν αντιμετωπίζω τη ζωή, απο τα 18 μου. Να μην υπολογίζω
τίποτε, μπροστά στο όνειρο. Σ ευχαριστώ που μ έμαθες να στέκομαι γερά στα πόδια
μου και να σέβομαι τη δουλειά μου. Σ ευχαριστώ που μ έπεισες να μη φοβάμαι να
τρέχω σε διαδηλώσεις, νεκροτομεία, πολέμους, (θυμάσαι τη συνέντευξη με τον
αρχηγό του ΙRA;), σε σεισμούς
και καταποντισμούς, γιατί ήμουν... ατρόμητη ρεπόρτερ.
"Στηρίζαμε
την αλλαγή, ελέγχαμε την εξουσία", θυμάσαι;
Φτάναμε και τα
161.000 φύλλα, θυμάσαι;
Είμασταν Δον
Κιχώτες, θυμάσαι;
Πάντως -να ξέρεις
- εκείνο το δυνατό γέλιο σου , δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Υγ. 1. Εκεί που πας απόψε, στήσε μια νέα
"εφημερίδα των συντακτών". Ένα
φυντανίδικο φρη πρες, με όλους τους παλιούς μας φίλους.
Υγ.2. Τα σκίτσα,
κανόνισε να τα κάνει ο Θύμης.
Δημοσίευση σχολίου