Πρώτον. Μετά την χθεσινή γνωστοποίηση των στοιχείων που
προέκυψαν από την εισαγγελική έρευνα, είναι προφανές, ότι πλέον αναδεικνύονται
δύο – και όχι ένα - μείζονα θέματα εξίσου σοβαρά, αυτοτελή, που το ένα σε καμία
περίπτωση δεν αναιρεί ή δεν υποσκελίζει το άλλο.
1. Η αλλοίωση της λίστας Λαγκάρντ με την αφαίρεση τεσσάρων
ονομάτων συγγενικών προσώπων του πρώην
υπουργού Οικονομικών κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, γεγονός απολύτως προκλητικό,
αδικαιολόγητο και ασυγχώρητο.
2. Ο τερματισμός της αξιοποίησης της λίστας, που
αποφασίστηκε τον Αύγουστο του 2011 προσωπικά από τον κ. Βενιζέλο, όπως
παραδέχθηκε δημοσίως ο ίδιος πριν από τρεις μήνες περίπου. Μιας λίστας, ο
έλεγχος της οποίας είχε ξεκινήσει μερικώς από τον κ. Παπακωνσταντίνου, που είχε
και την πρωτοβουλία να αποσταλεί στην Ελλάδα.
Όπως από την πρώτη στιγμή δήλωσα, ανακοινώνοντας την
αποχώρηση μου από το ΠΑΣΟΚ, η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ είναι μείζον ηθικό
και πολιτικό θέμα.
Ιδίως για μια κυβέρνηση που, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει
τη χρεοκοπία του μεταπολιτευτικού ελληνικού κράτους, αναγκάστηκε να περικόψει
οριζόντια μισθούς και συντάξεις.
Όπως έχω ξαναπεί, οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του
Υπουργείου Οικονομικών στο σύνολο τους, τα τρία προηγούμενα χρόνια, ήταν εκ των
πραγμάτων μια κυβέρνηση μόνες τους.
Λειτούργησα και λειτουργήσαμε πάντοτε, με καλή πίστη
απέναντι τους, θεωρώντας αδιανόητο είτε το ενδεχόμενο της αλλοίωσης, είτε το
ενδεχόμενο της μη αξιοποίησης μιας τέτοιας λίστας. Εκ του αποτελέσματος,
δυστυχώς προκύπτει ότι κάναμε μεγάλο λάθος που λειτουργήσαμε καλοπροαίρετα και
με καλή πίστη.
Σε καμία κυβερνητική - τυπική ή άτυπη- συνεδρίαση που εγώ συμμετείχα δεν έγινε ποτέ
αναφορά σε ύπαρξη τέτοιας λίστας, πολλώ μάλλον σε οτιδήποτε σχετικό είτε για
αλλοίωση είτε για παύση της αξιοποίησής της. Είναι προφανές ότι σε αυτήν την
περίπτωση δεν θα επιτρέπαμε -προσωπικά ποτέ δεν θα συναινούσα- σε μία τέτοιου
τύπου διαχείριση της λίστας.
Προσωπικά έμαθα την ύπαρξη της μόλις τον Οκτώβριο του 2012,
μετά τις σχετικές δηλώσεις του Γ. Παπακωνσταντίνου καθώς και την δημόσια
παραδοχή από τον κ. Βενιζέλο ότι ήταν στη διάθεση του υπουργείου Οικονομικών η
λίστα Λαγκάρντ, αλλά από τον Αύγουστο του 2011 ο ίδιος αποφάσισε , χωρίς ποτέ
να μας ενημερώσει, να σταματήσει τον έλεγχο επί αυτής .
Δεύτερον. Για την ελληνική κοινωνία, η αποκατάσταση του
ηθικού κύρους της πολιτικής πρέπει να είναι καθολική και πλήρης και όχι
αποσπασματική και με αποκλειστικό γνώμονα το τρέχον πολιτικό συμφέρον της
τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά.
Επομένως, η διερεύνηση της υπόθεσης δεν μπορεί να αφορά μόνο
στην αλλοίωση και να μην αφορά ταυτόχρονα και στο σκέλος της μη αξιοποίησης της
λίστας. Η τρικομματική κυβέρνηση έχει μια τελευταία ευκαιρία να αποκαταστήσει –
εν μέρει – την τρωθείσα ηθική υπόσταση της πολιτικής. Παίρνοντας μια καθαρή
απόφαση να διερευνηθεί πλήρως και σε βάθος η υπόθεση. Αν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ απεμπολήσουν αυτή
την ευκαιρία, θα έχουν υπογράψει την ληξιαρχική πράξη θανάτου του πολιτικού
συστήματος με τα σημερινά του χαρακτηριστικά.
Εάν η τελική απόφαση
της κυβέρνησης Σαμαρά, είναι να συσκοτιστεί το σκέλος των πολιτικών ευθυνών που
αφορά στον τερματισμό του ελέγχου της λίστας Λαγκάρντ, τότε ας μην διερωτώνται
κάποιοι γιατί καταρρέει η εμπιστοσύνη των πολιτών στο υπαρκτό πολιτικό
προσωπικό και γιατί μέρα με την ημέρα ενισχύεται η εκλογική επιρροή των άκρων.
Τέλος , σε κάθε καλοπροαίρετο αλλά - δικαιολογημένα στις
μέρες μας - δύσπιστο πολίτη ή δημοσιογράφο παραθέτω συνέντευξη μου για το ίδιο
θέμα που αναρτήθηκε στο tvxs πριν απο δύο μήνες , την 1η Νοεμβρίου 2012 .
"Ιστορικές διαστάσεις προσδίδει στην υπόθεση της λίστας
«Λαγκάρντ» ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης, ο οποίος μιλώντας
αποκλειστικά στο tvxs.gr κάνει λόγο για «ασυγχώρητους χειρισμούς» που
παραπέμπουν σε «τεταρτοκοσμικά καθεστώτα». Περιορίζεται πάντως στο πολιτικό
πεδίο των ευθυνών και χαρακτηρίζει «τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό» εκτεθειμένους
το σημερινό πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του που στην πραγματικότητα
«κρύβονται πίσω από τον εισαγγελέα». Ο ίδιος αποφεύγει σήμερα να αναμειχθεί στα
εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, μιλώντας για «ακραίες, παρακμιακές καταστάσεις που ζει
το κόμμα υπό την ηγεσία Βενιζέλου» και οι οποίες «δεν ήταν προδιαγεγραμμένες».
Συνέντευξη στο Βασίλη Κωστούλα
Οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Οικονομικών είναι
ασυγχώρητες. Η διαχείριση της λίστας Λαγκάρντ είναι τελείως απαράδεκτη και
αδικαιολόγητη. Μία μία οι δήθεν δικαιολογίες καταρρέουν. Η χθεσινή ενέργεια του
εισαγγελέα να φέρει την υπόθεση Βουλγαράκη - Πελέκη στη Βουλή κάνει ακόμη πιο
εξοργιστική για όλους εμάς την υπόθεση της λίστας «Λαγκάρντ», μας βγάζει από τα
ρούχα μας, διότι στην πραγματικότητα αυτό που προκύπτει είναι ότι ανάμεσα στους
άλλους, που στην πορεία θα δούμε ποιοι τελικά ήταν, προστατεύτηκε και ο κ.
Βουλγαράκης και η κ. Πελέκη από έλεγχο ο οποίος ενδεχομένως να πιστοποιούσε ότι
έπρεπε να καταβάλουν φόρους», αναφέρει ο κ. Ραγκούσης.
Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Παπανδρέου
δηλώνει ότι επί θητείας του το υπουργικό συμβούλιο δεν είχε ενημερωθεί ποτέ για
αυτούς τους χειρισμούς, ούτε καν για την ύπαρξη της λίστας Λαγκάρντ, «διότι
προφανώς γνώριζαν ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν θα επιτρέπαμε -προσωπικά ποτέ
δεν θα συναινούσα σε- μία ανάλογη αντιμετώπιση».
Όσον αφορά στο περιεχόμενο της λίστας, δηλώνει: «Μέχρι
αποδείξεως του εναντίου, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι η λίστα έχει
παραποιηθεί.Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να δεχτεί τη λίστα ως πραγματική;
Στο μεταξύ, η διαχείριση της υπόθεσης είναι απαράδεκτη και από τη σκοπιά πολλών
από τους ανθρώπους οι οποίοι περιλαμβάνονται και που δεν σημαίνει ότι έχουν
υποχρεωτικά φοροδιαφύγει. Στο σύνολό τους, οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου
Οικονομικών εκθέτουν αυτούς τους ανθρώπους, διότι τους έχουν καταστήσει
υποψήφιους φοροφυγάδες, καθώς αν είχαν ελεγχθεί θα αποδεικνυόταν ενδεχομένως
ότι κάποιοι από αυτούς είναι συνεπείς στις φορολογικές υποχρεώσεις τους».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ραγκούσης δεν θέτει θέμα ποινικών
ευθυνών: «Έτσι κι αλλιώς, για εμένα είναι ιστορικών διαστάσεων οι πολιτικές
ευθύνες και μόνο». Ο ίδιος επιρρίπτει ευθύνες και στη σημερινή κυβέρνηση: «Όλος
ο χειρισμός της λίστας «Λαγκάρντ» από τον πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του
έως τώρα τους εκθέτει τουλάχιστον σε ίσο βαθμό, διότι στην πραγματικότητα δεν
έχουν κάνει τίποτα. Κρύβονται και αυτοί πίσω από τον εισαγγελέα».
Αναφορικά με την επιλογή του να αποχωρήσει στις 3 Οκτωβρίου
«από το σημερινό ΠΑΣΟΚ, μετά την παραδοχή Βενιζέλου των χειρισμών γύρω από τη
λίστα ‘Λαγκάρντ’», δηλώνει πως αισθάνεται δικαιωμένος, καθώς πρόκειται για ένα
«ηθικό και πολιτικό ζήτημα τεράστιας σημασίας». Σε αυτό το πλαίσιο, αποφεύγει
να αναμειχθεί στις «ακραίες, παρακμιακές καταστάσεις που ζει το ΠΑΣΟΚ υπό τη
σημερινή ηγεσία του».
Παράλληλα, εκφράζει ενόχληση και προβληματισμό για το
γεγονός ότι πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μέλη των υπουργικών συμβουλίων των
κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, καθώς και σχεδόν το σύνολο των σημερινών
βουλευτών του, «δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να πάρουν θέση για όσα πλήττουν
βάναυσα την παράταξη, όπως και την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη του
πολίτη στους θεσμούς της πολιτείας». Επιπλέον, χαρακτηρίζει «απαράδεκτο
φαινόμενο να αρκούνται μέλη των πρώην ηγεσιών του υπουργείου Οικονομικών να
δηλώνουν απλώς ότι δεν γνώριζαν, αποφεύγοντας να πάρουν θέση και να
καταγγείλουν όσα αποκαλύφθηκαν».
«Μέρα με τη μέρα, η υπόθεση της λίστας «Λαγκάρντ»
εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε εκείνο το κομμάτι του παζλ που μου λείπει
για να δώσω απαντήσεις σε μια σειρά από ιστορικής σημασίας ερωτήματα, κατά τη
γνώμη μου, που έχουν δημιουργηθεί -όχι μόνο σε μένα- γύρω από τις συνθήκες
κατάληξης της κυβέρνησης Παπανδρέου. Διότι εκ των υστέρων μαθαίνω ότι η λίστα
«Λαγκάρντ» ήρθε στα χέρια του υπουργείου Οικονομικών ακριβώς σε μια εποχή κατά
την οποία δρομολογήθηκαν ανεξήγητες για μένα πολιτικές συμπεριφορές στο κέντρο
της κυβέρνησης. Αυτές οι συμπεριφορές ήταν που με έκαναν τότε όχι μόνο να
απομακρυνθώ από το κέντρο της κυβέρνησης, αλλά επιπλέον να μην μπορώ να εξηγήσω
την κατάρρευση και τα γεγονότα που ακολούθησαν αφενός στο εσωτερικό της χώρας,
αφετέρου στο επίπεδο των διεθνών της σχέσεων».
Προφανώς, ο κ. Ραγκούσης εννοεί ότι τα ερωτηματικά τα οποία
προκαλούσε η διαχείριση της λίστας «Λαγκάρντ» λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης από
το γαλλογερμανικό άξονα Σαρκοζί και Μέρκελ προς την κυβέρνηση Παπανδρέου,
δεδομένου ότι δεν αξιοποιούταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής, όπως επίσης και ότι η υπόθεση συνδέεται με το τέλος της
πρωθυπουργίας Παπανδρέου και τη μετάβαση της ηγεσίας του κυβερνώντος τότε
κόμματος από τον ίδιο στον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Αναφορικά με τη δημοσίευση της φερόμενης ως λίστας
«Λαγκάρντ» από τον Κώστα Βαξεβάνη, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών σημειώνει
χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει κανείς δημοσιογράφος στον κόσμο -που σέβεται τη
δουλειά του- ο οποίος θα αποκτούσε αυτή τη λίστα και δεν θα τη δημοσίευε».
Προσθέτει δε πως «αν οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Οικονομικών, οι
ηγεσίες του ΣΔΟΕ και ο σημερινός πρωθυπουργός είχαν λειτουργήσει ως όφειλαν, με
βάση το Σύνταγμα και τους νόμους, τότε δεν θα είχε μείνει κανένα περιθώριο
δημοσίευσης αυτής της λίστας με έναν αντίστοιχο τρόπο»."
Δημοσίευση σχολίου