του Γιάννη Ηλία, εκπαιδευτικού
Τελευταίο δεκαήμερο Ιουλίου 2012, στη ΔΔΕ Βοιωτίας και σ’ όλες τις διευθύνσεις εκπαίδευσης της χώρας, η ίδια εικόνα: δυο διαφορετικές γενιές εκπαιδευτικών με τα «χαρτιά» στα χέρια, περιμένουν τη σειρά τους για να υποβάλλουν μιαν αίτηση· συνταξιοδότησης οι πιο ηλικιωμένοι και πρόσληψης ως αναπληρωτή (έστω) μειωμένου ωραρίου οι νεότεροι.
Οι πρώτοι, πράγμα ασυμβίβαστο με την ηλικία τους, είναι πιο βιαστικοί, για να «προλάβουν το πρωτόκολλο στο γενικό λογιστήριο του κράτους -ΓΛΚ» κι οι δεύτεροι είναι, ή τουλάχιστον φαίνονται πιο υπομονετικοί, αφού έτσι κι αλλιώς οι ελπίδες γι’ απασχόληση, έχουν εκμηδενιστεί, καθ’ υπόδειξη της τρόικας και των ντόπιων συνεργών της.
Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου της διεύθυνσης, στην λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, κινούνται οι εκπαιδευτικοί που μόλις αφυπηρέτησαν. Εκπρόσωποι της γενιάς του Πολυτεχνείου που εισήλθε ορμητικά στα σχολεία στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, τρομάζοντας τους συντηρητικούς.
Που με σταθμούς τις απεργίες του ’79, του ’88 και του ’97, διεκδίκησε καλύτερες συνθήκες απασχόλησης και λόγο στις σχεδιαζόμενες πολιτικές. Της γενιάς που οραματίστηκε, αλλά δεν κατάφερε ν’ αλλάξει το σχολείο. Της γενιάς που, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, πίστεψε, ότι το αστικό κράτος μπορεί ν’ αναδιανείμει τον παραγόμενο πλούτο, επιτρέποντας την ευημερία όλων και ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη «του σοσιαλισμού» με δανεικά, αντικρίζοντας γύρω της ερείπια. Της γενιάς που κατά πλειοψηφία «ρίχνει αυλαία», απεμπολώντας σχεδόν αμαχητί, όσα το εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα είχε κατακτήσει τον 20ο αιώνα.Οι περισσότεροι μάλλον φαντάζονταν αλλιώς αυτή τη στιγμή. Τη στιγμή που θα εγκατέλειπαν οριστικά, μετά από σχεδόν 50 χρόνια τα θρανία, στα οποία κάθισαν σαν μαθητές, φοιτητές κι εκπαιδευτικοί… Πού όμως ώρα για αναδρομές και τελετουργικά;
Κάποιοι υποβάλουν αιτήσεις συνταξιοδότησης και στη συνέχεια τις ακυρώνουν, ζυγίζοντας καλύτερα τις φήμες, τις προγραμματικές της κυβέρνησης, τις πληρωμένες συμβουλές των δικηγόρων, τις αναλύσεις του Αυτιά, την έλευση ή μη της τρόικας, τους ρευματισμούς της θείας Φωτούλας…
Απαιτούν συνήθως ευγενικά, ενίοτε και λίγο πιεστικά, την «εδώ και τώρα» συμπλήρωση του ΔΑΥΚ και του φακέλου των δικαιολογητικών, για την υποβολή «αυτοπροσώπως» της αίτησης για συνταξιοδότηση. Κινούνται συνήθως με ταχύτητες άνω του επιτρεπόμενου ορίου κι αυτής ακόμα της αριστερής λωρίδας, προς την έξοδο. Την έξοδο του κτιρίου; της εκπαίδευσης; του ΥΠΕΠΘ; Γιατί άραγε; για να «μετακομίσουν» στο υπουργείο των Οικονομικών! Λες κι εκεί ασκούν άλλη πολιτική…
Στο πήγαινε έλα ξαφνικά σταματούν για λίγο, για να χαιρετήσουν στη δεξιά λωρίδα -βραδείας κυκλοφορίας, πρώην μαθητές τους, παιδιά γνωστών, ακόμη και τα παιδιά τους, που στωικά καρτερούν τη σειρά τους για να καταθέσουν μιαν αίτηση, προκειμένου να εργαστούν για 6-9 μήνες ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Η μόνη αίτηση για εργασία που μπορεί να κατατεθεί σήμερα προς οποιονδήποτε εργοδότη, και που έχει σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες να ικανοποιηθεί.
Εδώ βρίσκεται η ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ, με ποσοστά που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 85% και κάνουν τα επίσημα στατιστικά να κοκκινίζουν επικίνδυνα. Η ανεργία που είναι απαγορευμένο να «εκτονωθεί» προς το δημόσιο τομέα κι αδύνατον να διοχετευθεί στον βαριά ασθενή και κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα… Η ανεργία των νέων, το πλέον εξαγώγιμο προϊόν της χώρας στην εποχή μας…
Βλέποντας κανείς αυτή τη συνάντηση, μπορεί να φανταστεί, μέρες ολυμπιακών αγώνων του Λονδίνου που είναι κιόλας, ότι η μια γενιά, που διέτρεξε τη διαδρομή της, παραδίδει στην άλλη που περιμένει να ξεκινήσει, μιαν ιδιότυπη σκυτάλη. Μια σκυτάλη γυμνή από οράματα, δικαιώματα, αλληλεγγύη, αντιστάσεις, δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ίσως παρατηρήσει ακόμη κανείς, ότι η αλλαγή γίνεται εσπευσμένα, θυμίζοντας τον ισχυρισμό του Κούντερα στη «Βραδύτητα», ότι: «απομακρυνόμαστε από ένα δυσάρεστο γεγονός βιαστικά, θέλοντας υποσυνείδητα να φύγουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα από τον τόπο, που αυτό έλαβε χώρα».
Ίσως έτσι να δικαιολογείται και η σπουδή των περισσότερων συναδέλφων που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν: η συνειδητοποίηση της «ελαφρότητας» της σκυτάλης που παραδίδουν κι όχι οι ημερομηνίες και τα πρωτόκολλα του ΓΛΚ.
Δυο γενιές λοιπόν, σ’ ένα διάδρομο, με διαφορετικό όμως προορισμό.
Η μια γενιά, που σύμφωνα με τις αναλύσεις των εκλογολόγων, στις τελευταίες εκλογές υπέκυψε κατά πλειοψηφία στο ΦΟΒΟ κι αποδυνάμωσε την ΕΛΠΙΔΑ· που επέβαλε το «εγώ ελπίζω να τη βολέψω» και το «μετά από μένα & το πουγκί μου το χάος», πάνω στην απεγνωσμένη κραυγή κι αγωνία της άλλης γενιάς, των νέων για δικαίωμα στη δουλειά & στη ζωή…
Κι όμως, κατά την άποψή μας, το πιο αξιόπιστο γκάλοπ διενεργείται εδώ, στο διάδρομο. Καταδεικνύει ότι κι δυο γενιές, σε ποσοστό 100%, αμφισβητούν την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης. Αμφιβάλλουν για τις προθέσεις της, αλλά και για τη δυνατότητα να δώσει αίσια λύση, για τον κόσμο της εργασίας. Κι ανάμεσά τους οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί. Όλοι μαζί έχουν να αντιμετωπίσουν κοινά εμπόδια και διακατέχονται από τα ίδια συναισθήματα για την τρικομματική κυβέρνηση.
Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη διαπίστωση, εκτιμούμε ότι εδράζεται η αναγκαιότητα για τον παραμερισμό των υπαρκτών μεν, αλλά δευτερευουσών διαφορών και διαπιστώσεων και η δυνατότητα για την ανάδειξη του σημαντικού: την κοινή και συντονισμένη δράση όλου του εκπαιδευτικού κόσμου, απέναντι στο κοινό εμπόδιο, στον κοινό «εχθρό», που πετσοκόβει συντάξεις, που διαλύει το δημόσιο σχολείο, που αφήνει άνεργους τους νέους εκπαιδευτικούς, για να σώσει τους τραπεζίτες.
Είναι καθήκον όλων μας, να απαντήσουμε άμεσα και ταυτόχρονα:
με την αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου και της πρωτοφανούς προπαγάνδας που ασκείται,
με την κατάθεση της δικής μας πρότασης,
με μαζικές, πολύμορφες, αποτελεσματικές και χωρίς ταμπού δράσεις, ενάντια στις πολιτικές που προωθούνται, ψηφίζονται κι εφαρμόζονται σε βάρος μας & κυρίως,
μ’ αλληλεγγύη κι αξιοπρέπεια.
ΜΠΟΡΟΥΜΕ, μόνο που πρέπει να βιαστούμε, γιατί ο χρόνος τελειώνει.
Γιάννης Ηλίας, εκπαιδευτικός
Δημοσίευση σχολίου