ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΥ*
Πρόσφατα, ακούμε συχνότερα από δυνάμεις του μνημονίου, αλλά και από εναλλακτικές πλευρές, τη θέση περί αξιοποίησης της δημόσιας (ακίνητης) περιουσίας ως μέσο για την υπέρβαση δημοσιονομικών αδιεξόδων και ως πρόταση ανάπτυξης. Ωστόσο, η έννοια της «αξιοποίησης» -έτσι απροσδιόριστα διατυπωμένη- εμπεριέχει σοβαρές ασάφειες και κινδύνους:
Αρχικά, επισημαίνουμε ότι στο πλαίσιο οποιασδήποτε πολιτικής πρότασης, τόσο τα προς αξιοποίηση «πράγματα» (και ζωντανά) όσο και οι μορφές της «αξιοποίησής» τους, πρέπει να ορίζονται. Το σε τι συνίστανται σε κάθε συγκυρία και από διαφορετικούς δρώντες, τα «αξιοποιήσιμα», οικονομικά εκμεταλλεύσιμα αγαθά, αποτελεί ανοιχτό κοινωνικοπολιτικό ζήτημα και πεδίο αντιπαράθεσης.
Οι κοινωνίες μπορεί λ.χ. να θεωρήσουν ότι ορισμένοι κοινοί πόροι δεν είναι εκμεταλλεύσιμοι σήμερα ή και βρίσκονται εξ ορισμού εκτός συναλλαγής. Ή μπορεί συνειδητά να αποφασίσουν την υπερεκμετάλλευση ή ρευστοποίηση ορισμένων φυσικών αποθεμάτων προκειμένου να καλύψουν άλλες επείγουσες ανάγκες.
Σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο το τι επιλέγεται προς «αξιοποίηση», αλλά και οι μορφές της διαφέρουν: Η αξιοποίηση ακινήτων από τους νεοφιλελεύθερους νοείται ως εκχώρηση στο εμπορικό real estate· από προοδευτική σκοπιά θα μπορούσε να σημαίνει παραχώρηση εκτάσεων για κοινωνική κατοικία. Η ύπαιθρος γη σήμερα δεσμεύεται για μεγάλης κλίμακας ενεργειακές εγκαταστάσεις, ενώ θα μπορούσαν να διατεθούν χωράφια σε αγρότες για καλλιέργειες και ήπια εκμετάλλευση. Υπάρχει το ξεπούλημα ελεύθερων χώρων ή δημόσιων κτηρίων σε κερδοσκόπους και η κοινωφελής χρήση τους, λ.χ. για υποδομές αλληλέγγυας οικονομίας.Σε αυτή ιδιαίτερα τη συγκυρία, ο κόσμος που πλήττεται από την κρίση και προσβλέπει στην αριστερά αναμένει να καταλάβει πλήρως τις άμεσες προτάσεις και οριοθετήσεις της απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο. Αυτό αφορά κυρίως τις βασικές παραδοχές και χαρακτηριστικά κάθε προτεινόμενης αναπτυξιακής εναλλακτικής πρότασης. Και ισχύει ιδιαίτερα σε παρόμοια ζητήματα διαχείρισης δημόσιων, και ιδιαίτερα φυσικών, πόρων.
Το τελευταίο σημείο μάς παραπέμπει και σε μια πρόσφατη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων από το πρόγραμμα «Ήλιος». Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ο κίνδυνος, μέσα από παρόμοιες προτάσεις, που δεν εξηγείται επαρκώς τι περιλαμβάνουν, να τοποθετείται ο χώρος μας στο κάδρο των συστημικών δυνάμεων που νεφελωδώς υπόσχονται «ανάπτυξη», ενώ παράλληλα αναζητούν… «ισοδύναμα μέτρα» για τις «τρύπες» που προκαλούν οι νεοφιλελεύθερες -και δη μνημονιακές- πολιτικές.
Επιπλέον, παρόμοιες προτάσεις συσκοτίζουν τις επεξεργασίες του αριστερού χώρου για τις εναλλακτικές αναπτυξιακές διεξόδους, τον συνολικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, τη δημοκρατική συλλογική διαχείριση των δημόσιων φυσικών αγαθών.
Δεν γνωρίζω πώς τυχόν έσοδα από το πρόγραμμα “Ήλιος” θα συνεισέφεραν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και εάν αυτό ταιριάζει στη δική μας αντίληψη για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο νομίζω ότι δεν πρέπει να προσδοκάμε και πολλά από τον συγκεκριμένο σχεδιασμό του ΥΠΕΚΑ και -από όσα λίγα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής- σίγουρα δεν αποδεχόμαστε τη βασική λογική του.
Το «Ήλιος», όπως προωθείται, προβλέπει την τιτλοποίηση (χρηματιστικοποίηση) μελλοντικών εσόδων του δημοσίου από την εγκατάσταση μονάδων φωτοβολταϊκής ενέργειας. Σχεδιάζει εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, με εισαγόμενο εξοπλισμό και εργατικό δυναμικό, χωρίς πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες που θα επωμιστούν μόνο τις όποιες επιπτώσεις. Αναπαράγει το συγκεντρωτικό, μονοπωλιακό και μη-αποδοτικό μοντέλο παραγωγής ενέργειας και συκοφαντεί έτσι την πολύ σημαντική υπόθεση της ανάπτυξης των εναλλακτικών, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προς όφελος του περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Συν τοις άλλοις, είναι ένα mega-σχέδιο πρακτικά έωλο, που η εφαρμογή του θα συναντήσει πολλά τεχνικά προβλήματα και δίκαιες κοινωνικές αντιστάσεις.
Αναμφίβολα, κάθε προσπάθεια ανάταξης της κοινωνίας και της οικονομίας θα βασιστεί σε διαφορετικά προτάγματα (και) για την αξιοποίηση των συλλογικών δημόσιων πόρων. Σήμερα, η σχετική συζήτηση ίσως ξαναγίνεται με νέους όρους –στην κοινωνία και την Αριστερά.
Έτσι, χρειάζεται να εξετάσουμε αν κάποιες τρέχουσες αναπτυξιακές επιλογές και αντιλήψεις βρίσκονται σήμερα «εκτός πλαισίου» της ριζοσπαστικής αριστεράς και οικολογίας. Και σίγουρα, δεν γίνεται απροβλημάτιστα να επιχειρήσουμε μια «αντιστροφή» των κυρίαρχων πρακτικών εκχρηματισμού και της ιδεολογίας της αγοραιοποίησης των κοινών δημόσιων αγαθών και φυσικών αποθεμάτων, επιχειρώντας τεχνικά την απλή ανακατεύθυνση των όποιων κερδών προς υπαρκτές δημόσιες ανάγκες.
Δημοσίευση σχολίου